Translation meaning & definition of the word "rani" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ράνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rani
[Ράνι]/rɑni/
noun
1. (the feminine of raja) a hindu princess or the wife of a raja
- synonym:
- rani ,
- ranee
1. (το θηλυκό του ρατζα) μια ινδουιστική πριγκίπισσα ή η σύζυγος ενός ράτζα
- συνώνυμο:
- ράνι ,
- ράντε