Translation meaning & definition of the word "ranger" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κίνδυνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ranger
[Αντίπαλος]/renʤər/
noun
1. A member of the texas state highway patrol
- Formerly a mounted lawman who maintained order on the frontier
- synonym:
- Texas Ranger ,
- Ranger
1. Μέλος της περιπολίας του αυτοκινητοδρόμου του τέξας
- Πρώην νομοθέτης που διατήρησε την τάξη στα σύνορα
- συνώνυμο:
- Τέξας Ρέιντζερ ,
- Αντίπαλος
2. An official who is responsible for managing and protecting an area of forest
- synonym:
- fire warden ,
- forest fire fighter ,
- ranger
2. Υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση και την προστασία μιας δασικής έκτασης
- συνώνυμο:
- φύλακας πυρκαγιάς ,
- πυροσβέστης των δασών ,
- βασιλιάς
3. A member of a military unit trained as shock troops for hit-and-run raids
- synonym:
- commando ,
- ranger
3. Ένα μέλος μιας στρατιωτικής μονάδας εκπαιδευμένο ως στρατεύματα σοκ για επιδρομές
- συνώνυμο:
- κομάντο ,
- βασιλιάς