Translation meaning & definition of the word "randy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ράντι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Randy
[Ράντι]/rændi/
adjective
1. Feeling great sexual desire
- "Feeling horny"
- synonym:
- aroused ,
- horny ,
- randy ,
- ruttish ,
- steamy ,
- turned on(p)
1. Αίσθηση μεγάλης σεξουαλικής επιθυμίας
- "Αισθάνεσαι καυλιάρης"
- συνώνυμο:
- προκαλεί ,
- καυλιάρησ ,
- ράντι ,
- παραπονεμένοσ ,
- ατμώδησ ,
- ενεργοποιημένο (π)