Translation meaning & definition of the word "ranch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κράνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ranch
[Ραντ]/rænʧ/
noun
1. Farm consisting of a large tract of land along with facilities needed to raise livestock (especially cattle)
- synonym:
- ranch ,
- spread ,
- cattle ranch ,
- cattle farm
1. Εκμετάλλευση που αποτελείται από μεγάλη έκταση γης μαζί με εγκαταστάσεις που απαιτούνται για την αύξηση των ζώων (
- συνώνυμο:
- ράντσο ,
- διαδίδω ,
- ράντσο βοοειδών ,
- αγρόκτημα βοοειδών
verb
1. Manage or run a ranch
- "Her husband is ranching in arizona"
- synonym:
- ranch
1. Διαχειριστείτε ή τρέξτε ένα ράντσο
- "Ο σύζυγός της είναι στην αριζόνα"
- συνώνυμο:
- ράντσο
Examples of using
My father has a ranch and breeds cattle and horses.
Ο πατέρας μου έχει ένα ράντσο και εκτρέφει βοοειδή και άλογα.