Translation meaning & definition of the word "rampant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κράμπαντ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rampant
[Ανταλλακτικό]/ræmpənt/
adjective
1. Unrestrained and violent
- "Rampant aggression"
- synonym:
- rampant
1. Ανεξέλεγκτη και βίαιη
- "Επιθετικότητα του κράματος"
- συνώνυμο:
- αχαλίνωτοσ
2. Rearing on left hind leg with forelegs elevated and head usually in profile
- "A lion rampant"
- synonym:
- rampant(ip) ,
- rearing
2. Εκτροφή στο αριστερό πίσω πόδι με τα μπροστινά πόδια ανυψωμένα και το κεφάλι συνήθως στο προφίλ
- "Ένα λιοντάρι αχαλίνωτο"
- συνώνυμο:
- ακαταντ(η) ,
- εκτροφή
3. (of a plant) having a lush and unchecked growth
- "A rampant growth of weeds"
- synonym:
- rampant
3. ( ενός φυτού) με πλούσια και ανεξέλεγκτη ανάπτυξη
- "Μια αχαλίνωτη ανάπτυξη των ζιζανίων"
- συνώνυμο:
- αχαλίνωτοσ
Examples of using
There are many latent gays among rampant homophobes.
Υπάρχουν πολλοί λανθάνοντες ομοφυλόφιλοι μεταξύ των αχαλίνωτων ομοφοβικών.