Translation meaning & definition of the word "ramp" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ράμπα" στην ελληνική γλώσσα
Ramp
[Ραβδωτή]noun
1. An inclined surface connecting two levels
- synonym:
- ramp ,
- incline
1. Μια κεκλιμένη επιφάνεια που συνδέει δύο επίπεδα
- συνώνυμο:
- ράμπα ,
- κλίση
2. North american perennial having a slender bulb and whitish flowers
- synonym:
- ramp ,
- wild leek ,
- Allium tricoccum
2. Πολυετές βορειοαμερικανικό που έχει λεπτό λαμπτήρα και λευκά λουλούδια
- συνώνυμο:
- ράμπα ,
- άγριο πράσο ,
- Τρίκοκκο άλλιο
3. A movable staircase that passengers use to board or leave an aircraft
- synonym:
- ramp
3. Μια κινητή σκάλα που χρησιμοποιούν οι επιβάτες για να επιβιβαστούν ή να αφήσουν ένα αεροσκάφος
- συνώνυμο:
- ράμπα
verb
1. Behave violently, as if in state of a great anger
- synonym:
- ramp ,
- rage ,
- storm
1. Συμπεριφερθείτε βίαια, σαν σε κατάσταση μεγάλου θυμού
- συνώνυμο:
- ράμπα ,
- οργή ,
- καταιγίδα
2. Furnish with a ramp
- "The ramped auditorium"
- synonym:
- ramp
2. Έπιπλα με ράμπα
- "Το αμφιθέατρο αυτό εξαπλώθηκε"
- συνώνυμο:
- ράμπα
3. Be rampant
- "The lion is rampant in this heraldic depiction"
- synonym:
- ramp
3. Είμαι αχαλίνωτος
- "Το λιοντάρι είναι αχαλίνωτο σε αυτή την εραλδική απεικόνιση"
- συνώνυμο:
- ράμπα
4. Creep up -- used especially of plants
- "The roses ramped over the wall"
- synonym:
- ramp
4. Σέρνουν επάνω - χρησιμοποιούνται ειδικά τα φυτά
- "Τα τριαντάφυλλα πετούσαν πάνω από τον τοίχο"
- συνώνυμο:
- ράμπα
5. Stand with arms or forelegs raised, as if menacing
- synonym:
- ramp
5. Σταθείτε με τα χέρια ή τα μπροστινά πόδια που υψώνονται, σαν να απειλούν
- συνώνυμο:
- ράμπα