Translation meaning & definition of the word "ramify" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αρμονοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ramify
[Διακλαδώνω]/ræməfaɪ/
verb
1. Have or develop complicating consequences
- "These actions will ramify"
- synonym:
- complexify ,
- ramify
1. Να έχετε ή να αναπτύξετε περίπλοκες συνέπειες
- "Αυτές οι ενέργειες θα επιβαρυνθούν"
- συνώνυμο:
- πολυπλοκότητα ,
- διακλαδώ
2. Grow and send out branches or branch-like structures
- "These plants ramify early and get to be very large"
- synonym:
- ramify ,
- branch
2. Αναπτύξτε και στείλτε κλαδιά ή δομές που μοιάζουν με κλάδο
- "Αυτά τα φυτά διακλαδίζονται νωρίς και γίνονται πολύ μεγάλα"
- συνώνυμο:
- διακλαδώ ,
- υποκατάστημα
3. Divide into two or more branches so as to form a fork
- "The road forks"
- synonym:
- branch ,
- ramify ,
- fork ,
- furcate ,
- separate
3. Χωρίστε σε δύο ή περισσότερα κλαδιά έτσι ώστε να σχηματιστεί ένα πιρούνι
- "Τα πιρούνια του δρόμου"
- συνώνυμο:
- υποκατάστημα ,
- διακλαδώ ,
- πιρούνι ,
- φουρκικό ,
- χωριστός