Translation meaning & definition of the word "rambling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συναρμολόγηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rambling
[Τρυμπώνω]/ræmblɪŋ/
adjective
1. Spreading out in different directions
- "Sprawling handwriting"
- "Straggling branches"
- "Straggly hair"
- synonym:
- sprawling ,
- straggling ,
- rambling ,
- straggly
1. Απλώνεται σε διαφορετικές κατευθύνσεις
- "Εκπληκτική γραφή"
- "Κλαδιά αγώνων"
- "Απαλά μαλλιά"
- συνώνυμο:
- εκτόξευση ,
- παραπαίω ,
- παραπαίουν ,
- απαιτητικός
2. (of e.g. speech and writing) tending to depart from the main point or cover a wide range of subjects
- "Amusingly digressive with satirical thrusts at women's fashions among other things"
- "A rambling discursive book"
- "His excursive remarks"
- "A rambling speech about this and that"
- synonym:
- digressive ,
- discursive ,
- excursive ,
- rambling
2. (π.χ. ομιλία και γραφή) που τείνουν να αναχωρούν από το κύριο σημείο ή να καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων
- "Διασκεδαστικά επιθετικό με σατιρικές ώσεις στις μόδες των γυναικών μεταξύ άλλων"
- "Ένα ανατριχιαστικό βιβλίο"
- "Εκδρομείς παρατηρήσεις"
- "Μια ομιλία για αυτό και εκείνο"
- συνώνυμο:
- εντυπωσιακό ,
- ανακουφιστικόσ ,
- εκδρομικόσ ,
- παραπαίουν
3. Of a path e.g.
- "Meandering streams"
- "Rambling forest paths"
- "The river followed its wandering course"
- "A winding country road"
- synonym:
- meandering(a) ,
- rambling ,
- wandering(a) ,
- winding
3. Από ένα μονοπάτι π.χ.
- "Σημαίνοντας ρεύματα"
- "Αμπλώνοντας δασικά μονοπάτια"
- "Το ποτάμι ακολούθησε την περιπλάνησή του"
- "Ελικοειδής επαρχιακός δρόμος"
- συνώνυμο:
- μεαντρινγκ(α) ,
- παραπαίουν ,
- περιπλάνηση( ,
- τυλιγμένος
Examples of using
I know I'm rambling.
Ξέρω ότι τρεμοπαίζω.
Sarah gets very bored listening to her grandparents rambling on about old times.
Η Σάρα βαριέται πολύ να ακούει τους παππούδες της να τρέχουν σε παλιές εποχές.