Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "ram" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ράμ" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Ram

[Ραμ]
/ræm/

noun

1. The most common computer memory which can be used by programs to perform necessary tasks while the computer is on

  • An integrated circuit memory chip allows information to be stored or accessed in any order and all storage locations are equally accessible
    synonym:
  • random-access memory
  • ,
  • random access memory
  • ,
  • random memory
  • ,
  • RAM
  • ,
  • read/write memory

1. Η πιο συνηθισμένη μνήμη υπολογιστή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από προγράμματα για την εκτέλεση των απαραίτητων εργασιών

  • Ένα ενσωματωμένο τσιπ μνήμης κυκλώματος επιτρέπει την αποθήκευση ή πρόσβαση σε πληροφορίες με οποιαδήποτε σειρά και όλες οι θέσεις
    συνώνυμο:
  • μνήμη τυχαίας πρόσβασης
  • ,
  • τυχαία μνήμη
  • ,
  • ΡΑΜ
  • ,
  • διαβάστε/γράψτε τη μνήμη

2. (astrology) a person who is born while the sun is in aries

    synonym:
  • Aries
  • ,
  • Ram

2. (αστρολογία) ένα άτομο που γεννιέται ενώ ο ήλιος είναι στον κριό

    συνώνυμο:
  • Κριός
  • ,
  • Ραμ

3. The first sign of the zodiac which the sun enters at the vernal equinox

  • The sun is in this sign from about march 21 to april 19
    synonym:
  • Aries
  • ,
  • Aries the Ram
  • ,
  • Ram

3. Το πρώτο σημάδι του ζωδιακού κύκλου που εισέρχεται ο ήλιος στην εαρινή ισημερία

  • Ο ήλιος βρίσκεται σε αυτό το ζώδιο από τις 21 μαρτίου έως τις 19 απριλίου
    συνώνυμο:
  • Κριός
  • ,
  • Κριός ο Ραμ
  • ,
  • Ραμ

4. A tool for driving or forcing something by impact

    synonym:
  • ram

4. Ένα εργαλείο για την οδήγηση ή τον αναγκασμό κάτι από τον αντίκτυπο

    συνώνυμο:
  • κριός

5. Uncastrated adult male sheep

  • "A british term is `tup'"
    synonym:
  • ram
  • ,
  • tup

5. Μη ευνουχισμένα ενήλικα αρσενικά πρόβατα

  • "Ένας βρετανικός όρος είναι `πάνω'"
    συνώνυμο:
  • κριός
  • ,
  • περ

verb

1. Strike or drive against with a heavy impact

  • "Ram the gate with a sledgehammer"
  • "Pound on the door"
    synonym:
  • ram
  • ,
  • ram down
  • ,
  • pound

1. Απεργία ή να οδηγήσετε ενάντια με βαρύ αντίκτυπο

  • "Ράμε την πύλη με ένα βαριοπούλα"
  • "Λίρα στην πόρτα"
    συνώνυμο:
  • κριός
  • ,
  • κλαίω
  • ,
  • λίρα

2. Force into or from an action or state, either physically or metaphorically

  • "She rammed her mind into focus"
  • "He drives me mad"
    synonym:
  • force
  • ,
  • drive
  • ,
  • ram

2. Δύναμη μέσα ή από μια δράση ή μια κατάσταση, είτε σωματικά είτε μεταφορικά

  • "Κατέστρεψε το μυαλό της στο επίκεντρο"
  • "Με τρελαίνει"
    συνώνυμο:
  • δύναμη
  • ,
  • οδηγώ
  • ,
  • κριός

3. Undergo damage or destruction on impact

  • "The plane crashed into the ocean"
  • "The car crashed into the lamp post"
    synonym:
  • crash
  • ,
  • ram

3. Υποστεί ζημιά ή καταστροφή στον αντίκτυπο

  • "Το αεροπλάνο έπεσε στον ωκεανό"
  • "Το αυτοκίνητο συνετρίβη στη θέση του λαμπτήρα"
    συνώνυμο:
  • συντρίβω
  • ,
  • κριός

4. Crowd or pack to capacity

  • "The theater was jampacked"
    synonym:
  • jam
  • ,
  • jampack
  • ,
  • ram
  • ,
  • chock up
  • ,
  • cram
  • ,
  • wad

4. Πλήθος ή πακέτο για την ικανότητα

  • "Το θέατρο είχε αποσυρθεί"
    συνώνυμο:
  • μαρμελάδα
  • ,
  • τζαμπάκ
  • ,
  • κριός
  • ,
  • τσαλακώνω
  • ,
  • κράμπα
  • ,
  • βατ