Translation meaning & definition of the word "rally" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ράλι" στην ελληνική γλώσσα
Rally
[Ράλι]noun
1. A large gathering of people intended to arouse enthusiasm
- synonym:
- rally ,
- mass meeting
1. Μια μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπων που προορίζονται να ξυπνήσουν ενθουσιασμό
- συνώνυμο:
- ράλι ,
- μαζική συνάντηση
2. The feat of mustering strength for a renewed effort
- "He singled to start a rally in the 9th inning"
- "He feared the rallying of their troops for a counterattack"
- synonym:
- rally ,
- rallying
2. Το κατόρθωμα της συγκέντρωσης δύναμης για μια ανανεωμένη προσπάθεια
- "Μονομαζόταν για να ξεκινήσει ένα ράλι στην 9η το πρωί"
- "Φοβόταν τη συγκέντρωση των στρατευμάτων τους για μια αντεπίθεση"
- συνώνυμο:
- ράλι ,
- συσπείρωση
3. A marked recovery of strength or spirits during an illness
- synonym:
- rally
3. Σημαντική ανάκτηση της δύναμης ή των πνευμάτων κατά τη διάρκεια μιας ασθένειας
- συνώνυμο:
- ράλι
4. An automobile race run over public roads
- synonym:
- rally
4. Ένας αγώνας αυτοκινήτου που τρέχει πάνω από δημόσιους δρόμους
- συνώνυμο:
- ράλι
5. (sports) an unbroken sequence of several successive strokes
- "After a short rally connors won the point"
- synonym:
- rally ,
- exchange
5. (αθλήματα) μια αδιάσπαστη ακολουθία πολλών διαδοχικών κτυπημάτων
- "Μετά από ένα σύντομο ράλι ο κόνορς κέρδισε τον πόντο"
- συνώνυμο:
- ράλι ,
- ανταλλαγή
verb
1. Gather
- "Drum up support"
- synonym:
- beat up ,
- drum up ,
- rally
1. Συγκεντρώνω
- "Αναβαθμίστε την υποστήριξη"
- συνώνυμο:
- επιτιμώ ,
- τυμπανίζω ,
- ράλι
2. Call to arms
- Of military personnel
- synonym:
- call up ,
- mobilize ,
- mobilise ,
- rally
2. Καλώ στα όπλα
- Στρατιωτικού προσωπικού
- συνώνυμο:
- καλώ ,
- κινητοποιώ ,
- ράλι
3. Gather or bring together
- "Muster the courage to do something"
- "She rallied her intellect"
- "Summon all your courage"
- synonym:
- muster ,
- rally ,
- summon ,
- come up ,
- muster up
3. Συγκεντρώστε ή φέρτε μαζί
- "Συγκεντρώστε το θάρρος να κάνετε κάτι"
- "Συγκέντρωσε τη διάνοιά της"
- "Άπλωσε όλο σου το θάρρος"
- συνώνυμο:
- συγκεντρωτήσ ,
- ράλι ,
- καλώ ,
- ελαττώ ,
- συγκεντρώνω
4. Return to a former condition
- "The jilted lover soon rallied and found new friends"
- "The stock market rallied"
- synonym:
- rally ,
- rebound
4. Επιστροφή σε προηγούμενη κατάσταση
- "Ο εραστής σύντομα συσπειρώθηκε και βρήκε νέους φίλους"
- "Το χρηματιστήριο συγκεντρώθηκε"
- συνώνυμο:
- ράλι ,
- αναπήδηση
5. Harass with persistent criticism or carping
- "The children teased the new teacher"
- "Don't ride me so hard over my failure"
- "His fellow workers razzed him when he wore a jacket and tie"
- synonym:
- tease ,
- razz ,
- rag ,
- cod ,
- tantalize ,
- tantalise ,
- bait ,
- taunt ,
- twit ,
- rally ,
- ride
5. Παρενόχληση με επίμονη κριτική ή σφυροκόπημα
- "Τα παιδιά πείραξαν τον νέο δάσκαλο"
- "Μη με οδηγείς τόσο σκληρά για την αποτυχία μου"
- "Οι συνάδελφοί του τον τάραξαν όταν φορούσε ένα σακάκι και γραβάτα"
- συνώνυμο:
- πειράζω ,
- ραζ ,
- πανουργία ,
- γάδος ,
- τανταλίζω ,
- τανταλίζουν ,
- δόλωμα ,
- τρομακτικό ,
- τουίτ ,
- ράλι ,
- βόλτα