Translation meaning & definition of the word "rake" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "τσουγκράνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rake
[Rake]/rek/
noun
1. A dissolute man in fashionable society
- synonym:
- rake ,
- rakehell ,
- profligate ,
- rip ,
- blood ,
- roue
1. Ένας διαλυμένος άνθρωπος στην κοινωνία της μόδας
- συνώνυμο:
- τσουγκράνα ,
- rakehell ,
- άσωτοσ ,
- rip ,
- αίμα ,
- roue
2. Degree of deviation from a horizontal plane
- "The roof had a steep pitch"
- synonym:
- pitch ,
- rake ,
- slant
2. Βαθμός απόκλισης από οριζόντιο επίπεδο
- "Η οροφή είχε απότομη κλίση"
- συνώνυμο:
- πίσσα ,
- τσουγκράνα ,
- λοξή
3. A long-handled tool with a row of teeth at its head
- Used to move leaves or loosen soil
- synonym:
- rake
3. Ένα εργαλείο με μακριά λαβή με μια σειρά από δόντια στο κεφάλι του
- Χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση φύλλων ή τη χαλάρωση του χώματος
- συνώνυμο:
- τσουγκράνα
verb
1. Move through with or as if with a rake
- "She raked her fingers through her hair"
- synonym:
- rake
1. Προχωρήστε με ή σαν με τσουγκράνα
- "Τσουγκράνισε τα δάχτυλά της στα μαλλιά της"
- συνώνυμο:
- τσουγκράνα
2. Level or smooth with a rake
- "Rake gravel"
- synonym:
- rake
2. Επίπεδο ή λείο με τσουγκράνα
- "Χαλίκι τσουγκράνας"
- συνώνυμο:
- τσουγκράνα
3. Sweep the length of
- "The gunfire raked the coast"
- synonym:
- rake
3. Σκουπίστε το μήκος του
- "Οι πυροβολισμοί τράβηξαν την ακτή"
- συνώνυμο:
- τσουγκράνα
4. Examine hastily
- "She scanned the newspaper headlines while waiting for the taxi"
- synonym:
- scan ,
- skim ,
- rake ,
- glance over ,
- run down
4. Εξετάστε βιαστικά
- "Σάρωσε τους τίτλους των εφημερίδων περιμένοντας το ταξί"
- συνώνυμο:
- σάρωση ,
- αποβουτυρωμένος ,
- τσουγκράνα ,
- ρίχνω μια ματιά ,
- τρέχω κάτω
5. Gather with a rake
- "Rake leaves"
- synonym:
- rake
5. Μαζευτείτε με μια τσουγκράνα
- "Φύλλα τσουγκράνας"
- συνώνυμο:
- τσουγκράνα
6. Scrape gently
- "Graze the skin"
- synonym:
- graze ,
- crease ,
- rake
6. Ξύστε απαλά
- "Βόσκησε το δέρμα"
- συνώνυμο:
- βόσκω ,
- τσακίζω ,
- τσουγκράνα
Examples of using
You'll find a rake in the shed.
Θα βρεις μια τσουγκράνα στο υπόστεγο.