Translation meaning & definition of the word "raise" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "ύψωση" στην ελληνική γλώσσα
Raise
[Σηκώνω]noun
1. The amount a salary is increased
- "He got a 3% raise"
- "He got a wage hike"
- synonym:
- raise ,
- rise ,
- wage hike ,
- hike ,
- wage increase ,
- salary increase
1. Το ποσό που αυξάνεται ένας μισθός
- "Πήρε αύξηση 3"
- "Πήρε αύξηση μισθών"
- συνώνυμο:
- ανεβάζω ,
- ανεβαίνω ,
- αύξηση μισθών ,
- πεζοπορία ,
- αύξηση μισθού
2. An upward slope or grade (as in a road)
- "The car couldn't make it up the rise"
- synonym:
- ascent ,
- acclivity ,
- rise ,
- raise ,
- climb ,
- upgrade
2. Ανοδική κλίση ή βαθμός (όπως σε δρόμο)
- "Το αυτοκίνητο δεν μπορούσε να αναπληρώσει την άνοδο"
- συνώνυμο:
- ανάβαση ,
- εγκλωβισμού ,
- ανεβαίνω ,
- ανεβάζω ,
- αναβάθμιση
3. Increasing the size of a bet (as in poker)
- "I'll see your raise and double it"
- synonym:
- raise
3. Αύξηση του μεγέθους ενός στοιχήματος (όπως στο πόκερ)
- "Θα δω την αύξηση σου και θα τη διπλασιάσω"
- συνώνυμο:
- ανεβάζω
4. The act of raising something
- "He responded with a lift of his eyebrow"
- "Fireman learn several different raises for getting ladders up"
- synonym:
- lift ,
- raise ,
- heave
4. Η πράξη του να αναθρέψεις κάτι
- "Απάντησε με ένα σήκωμα του φρυδιού του"
- "Ο πυροσβέστης μαθαίνει πολλές διαφορετικές αυξήσεις για να ανεβάζει σκάλες"
- συνώνυμο:
- ανυψωτήρας ,
- ανεβάζω ,
- ανυψώ
verb
1. Raise the level or amount of something
- "Raise my salary"
- "Raise the price of bread"
- synonym:
- raise
1. Ανεβάστε το επίπεδο ή την ποσότητα κάτι
- "Αύξησε το μισθό μου"
- "Ανεβάστε την τιμή του ψωμιού"
- συνώνυμο:
- ανεβάζω
2. Raise from a lower to a higher position
- "Raise your hands"
- "Lift a load"
- synonym:
- raise ,
- lift ,
- elevate ,
- get up ,
- bring up
2. Ανέβα από χαμηλότερη σε υψηλότερη θέση
- "Σήκωσε τα χέρια σου"
- "Σήκωσε ένα φορτίο"
- συνώνυμο:
- ανεβάζω ,
- ανυψωτήρας ,
- ανυψώνω ,
- σήκω πάνω ,
- αναφέρω
3. Cause to be heard or known
- Express or utter
- "Raise a shout"
- "Raise a protest"
- "Raise a sad cry"
- synonym:
- raise
3. Αιτία να ακουστεί ή να γίνει γνωστή
- Εκφράστε ή εκφράστε
- "Σήκω μια κραυγή"
- "Σηκώστε διαμαρτυρία"
- "Σήκωσε μια θλιβερή κραυγή"
- συνώνυμο:
- ανεβάζω
4. Collect funds for a specific purpose
- "The president raised several million dollars for his college"
- synonym:
- raise
4. Συλλέξτε κεφάλαια για συγκεκριμένο σκοπό
- "Ο πρόεδρος συγκέντρωσε πολλά εκατομμύρια δολάρια για το κολέγιό του"
- συνώνυμο:
- ανεβάζω
5. Cultivate by growing, often involving improvements by means of agricultural techniques
- "The bordeaux region produces great red wines"
- "They produce good ham in parma"
- "We grow wheat here"
- "We raise hogs here"
- synonym:
- grow ,
- raise ,
- farm ,
- produce
5. Καλλιεργήστε με την καλλιέργεια, συχνά με βελτιώσεις μέσω γεωργικών τεχνικών
- "Η περιοχή του μπορντό παράγει υπέροχα κόκκινα κρασιά"
- "Παράγουν καλό ζαμπόν στην πάρμα"
- "Καλλιεργούμε σιτάρι εδώ"
- "Σηκώνουμε γουρούνια εδώ"
- συνώνυμο:
- μεγαλώνω ,
- ανεβάζω ,
- αγρόκτημα ,
- παράγω
6. Bring up
- "Raise a family"
- "Bring up children"
- synonym:
- rear ,
- raise ,
- bring up ,
- nurture ,
- parent
6. Αναφέρω
- "Μεγαλώστε μια οικογένεια"
- "Φέρτε παιδιά"
- συνώνυμο:
- πίσω ,
- ανεβάζω ,
- αναφέρω ,
- ανατροφή ,
- γονέας
7. Summon into action or bring into existence, often as if by magic
- "Raise the specter of unemployment"
- "He conjured wild birds in the air"
- "Call down the spirits from the mountain"
- synonym:
- raise ,
- conjure ,
- conjure up ,
- invoke ,
- evoke ,
- stir ,
- call down ,
- arouse ,
- bring up ,
- put forward ,
- call forth
7. Summon into action or bring into existence, often as if by magic
- "Σηκώστε το φάσμα της ανεργίας"
- "Πλάκωσε άγρια πουλιά στον αέρα"
- "Καλέστε τα πνεύματα από το βουνό"
- συνώνυμο:
- ανεβάζω ,
- επινοώ ,
- επικαλούμαι ,
- προκαλώ ,
- ανακατεύω ,
- καλέστε κάτω ,
- διεγείρω ,
- αναφέρω ,
- υποβάλλω
8. Move upwards
- "Lift one's eyes"
- synonym:
- lift ,
- raise
8. Κινηθείτε προς τα πάνω
- "Σήκωσε κανείς τα μάτια του"
- συνώνυμο:
- ανυψωτήρας ,
- ανεβάζω
9. Construct, build, or erect
- "Raise a barn"
- synonym:
- raise ,
- erect ,
- rear ,
- set up ,
- put up
9. Κατασκευή, κατασκευή ή ανέγερση
- "Σήκω έναν αχυρώνα"
- συνώνυμο:
- ανεβάζω ,
- στύση ,
- πίσω ,
- στήνω ,
- βάζω
10. Call forth (emotions, feelings, and responses)
- "Arouse pity"
- "Raise a smile"
- "Evoke sympathy"
- synonym:
- arouse ,
- elicit ,
- enkindle ,
- kindle ,
- evoke ,
- fire ,
- raise ,
- provoke
10. Επίκληση (συναισθήματα, συναισθήματα και απαντήσεις)
- "Arouse pity"
- "Σήκωσε ένα χαμόγελο"
- "Προκαλέστε συμπάθεια"
- συνώνυμο:
- διεγείρω ,
- προκαλώ ,
- αναζωπυρώνω ,
- ανάβω ,
- πυρκαγιά ,
- ανεβάζω
11. Create a disturbance, especially by making a great noise
- "Raise hell"
- "Raise the roof"
- "Raise cain"
- synonym:
- raise
11. Δημιουργήστε μια αναστάτωση, ειδικά κάνοντας μεγάλο θόρυβο
- "Σήκω κόλαση"
- "Σηκώστε τη στέγη"
- "Σήκω κάιν"
- συνώνυμο:
- ανεβάζω
12. Raise in rank or condition
- "The new law lifted many people from poverty"
- synonym:
- lift ,
- raise ,
- elevate
12. Αύξηση σε βαθμό ή κατάσταση
- "Ο νέος νόμος έβγαλε πολλούς ανθρώπους από τη φτώχεια"
- συνώνυμο:
- ανυψωτήρας ,
- ανεβάζω ,
- ανυψώνω
13. Increase
- "This will enhance your enjoyment"
- "Heighten the tension"
- synonym:
- enhance ,
- heighten ,
- raise
13. Αύξηση
- "Αυτό θα ενισχύσει την απόλαυσή σας"
- "Αυξήστε την ένταση"
- συνώνυμο:
- ενισχύω ,
- ανεβάζω
14. Give a promotion to or assign to a higher position
- "John was kicked upstairs when a replacement was hired"
- "Women tend not to advance in the major law firms"
- "I got promoted after many years of hard work"
- synonym:
- promote ,
- upgrade ,
- advance ,
- kick upstairs ,
- raise ,
- elevate
14. Δώστε μια προαγωγή σε ή αντιστοιχίστε σε μια υψηλότερη θέση
- "Ο τζον κλωτσήθηκε πάνω όταν προσλήφθηκε αντικαταστάτης"
- "Οι γυναίκες τείνουν να μην προχωρούν στα μεγάλα δικηγορικά γραφεία"
- "Πήρα προαγωγή μετά από πολλά χρόνια σκληρής δουλειάς"
- συνώνυμο:
- προωθώ ,
- αναβάθμιση ,
- προχωρώ ,
- κλώτσα πάνω ,
- ανεβάζω ,
- ανυψώνω
15. Cause to puff up with a leaven
- "Unleavened bread"
- synonym:
- raise ,
- leaven ,
- prove
15. Αιτία να φουσκώσει με ένα προζύμι
- "Άψυχο ψωμί"
- συνώνυμο:
- ανεβάζω ,
- προζύμι ,
- αποδεικνύω
16. Bid (one's partner's suit) at a higher level
- synonym:
- raise
16. Προσφορά (το κοστούμι του συνεργάτη κάποιου) σε υψηλότερο επίπεδο
- συνώνυμο:
- ανεβάζω
17. Bet more than the previous player
- synonym:
- raise
17. Ποντάρετε περισσότερα από τον προηγούμενο παίκτη
- συνώνυμο:
- ανεβάζω
18. Cause to assemble or enlist in the military
- "Raise an army"
- "Recruit new soldiers"
- synonym:
- recruit ,
- levy ,
- raise
18. Αιτία συγκέντρωσης ή κατάταξης στο στρατό
- "Σηκώστε στρατό"
- "Στρατολογήστε νέους στρατιώτες"
- συνώνυμο:
- προσλαμβάνω ,
- εισφορά ,
- ανεβάζω
19. Put forward for consideration or discussion
- "Raise the question of promotions"
- "Bring up an unpleasant topic"
- synonym:
- raise ,
- bring up
19. Προτείνεται για εξέταση ή συζήτηση
- "Εγείρετε το ζήτημα των προαγωγών"
- "Φέρτε ένα δυσάρεστο θέμα"
- συνώνυμο:
- ανεβάζω ,
- αναφέρω
20. Pronounce (vowels) by bringing the tongue closer to the roof of the mouth
- "Raise your `o'"
- synonym:
- raise
20. Προφέρετε (φωνήεντα) φέρνοντας τη γλώσσα πιο κοντά στην οροφή του στόματος
- "Σήκωσε το `o" σου'"
- συνώνυμο:
- ανεβάζω
21. Activate or stir up
- "Raise a mutiny"
- synonym:
- raise
21. Ενεργοποιήστε ή ανακατέψτε
- "Σήκωσε ανταρσία"
- συνώνυμο:
- ανεβάζω
22. Establish radio communications with
- "They managed to raise hanoi last night"
- synonym:
- raise
22. Δημιουργία ραδιοεπικοινωνιών με
- "Κατάφεραν να μεγαλώσουν το ανόι χθες βράδυ"
- συνώνυμο:
- ανεβάζω
23. Multiply (a number) by itself a specified number of times: 8 is 2 raised to the power 3
- synonym:
- raise
23. Πολλαπλασιάστε (έναν αριθμό) από μόνος του έναν καθορισμένο αριθμό φορών: το 8 είναι 2 ανυψωμένο στην ισχύ 3
- συνώνυμο:
- ανεβάζω
24. Bring (a surface or a design) into relief and cause to project
- "Raised edges"
- synonym:
- raise
24. Φέρτε (μια επιφάνεια ή ένα σχέδιο) σε ανακούφιση και προκαλέστε την προβολή
- "Υψωμένες άκρες"
- συνώνυμο:
- ανεβάζω
25. Invigorate or heighten
- "Lift my spirits"
- "Lift his ego"
- synonym:
- raise ,
- lift
25. Αναζωογονήστε ή αυξήστε
- "Σήκωσέ μου τη διάθεση"
- "Σήκωσε τον εγωισμό του"
- συνώνυμο:
- ανεβάζω ,
- ανυψωτήρας
26. Put an end to
- "Lift a ban"
- "Raise a siege"
- synonym:
- lift ,
- raise
26. Βάλε ένα τέλος στο
- "Άρε απαγόρευση"
- "Σηκώστε μια πολιορκία"
- συνώνυμο:
- ανυψωτήρας ,
- ανεβάζω
27. Cause to become alive again
- "Raise from the dead"
- "Slavery is already dead, and cannot be resurrected"
- "Upraising ghosts"
- synonym:
- resurrect ,
- raise ,
- upraise
27. Αιτία να ξαναζωντανέψεις
- "Σήκω από τους νεκρούς"
- "Η δουλεία είναι ήδη νεκρή και δεν μπορεί να αναστηθεί"
- "Επαινώντας φαντάσματα"
- συνώνυμο:
- ανασταίνω ,
- ανεβάζω