Translation meaning & definition of the word "rainfall" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πτώση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rainfall
[Βροχοπτώσεισ]/renfɔl/
noun
1. Water falling in drops from vapor condensed in the atmosphere
- synonym:
- rain ,
- rainfall
1. Νερό που πέφτει σε σταγόνες από ατμό που συμπυκνώνεται στην ατμόσφαιρα
- συνώνυμο:
- βροχή ,
- βροχόπτωση
Examples of using
We anticipate a heavy rainfall tomorrow.
Αύριο περιμένουμε βροχοπτώσεις.