Translation meaning & definition of the word "rain" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βουνό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rain
[Βροχή]/ren/
noun
1. Water falling in drops from vapor condensed in the atmosphere
- synonym:
- rain ,
- rainfall
1. Νερό που πέφτει σε σταγόνες από ατμό που συμπυκνώνεται στην ατμόσφαιρα
- συνώνυμο:
- βροχή ,
- βροχόπτωση
2. Drops of fresh water that fall as precipitation from clouds
- synonym:
- rain ,
- rainwater
2. Σταγόνες γλυκού νερού που πέφτουν ως βροχόπτωση από σύννεφα
- συνώνυμο:
- βροχή ,
- βρόχινο νερό
3. Anything happening rapidly or in quick successive
- "A rain of bullets"
- "A pelting of insults"
- synonym:
- rain ,
- pelting
3. Οτιδήποτε συμβαίνει γρήγορα ή σε γρήγορη διαδοχή
- "Βροχή από σφαίρες"
- "Μια σφαγή προσβολών"
- συνώνυμο:
- βροχή ,
- σβήνω
verb
1. Precipitate as rain
- "If it rains much more, we can expect some flooding"
- synonym:
- rain ,
- rain down
1. Κατακρημνίζεται σαν βροχή
- "Αν βρέχει πολύ περισσότερο, μπορούμε να περιμένουμε κάποιες πλημμύρες"
- συνώνυμο:
- βροχή ,
- βροχή κάτω
Examples of using
The water ran down the rain pipe.
Το νερό έτρεξε κάτω από το σωλήνα βροχής.
They say it's going to rain tonight.
Λένε ότι θα βρέξει απόψε.
I think it might rain this afternoon.
Νομίζω ότι θα βρέξει το απόγευμα.