Translation meaning & definition of the word "railing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρχείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Railing
[Περιφέρεται]/relɪŋ/
noun
1. A barrier consisting of a horizontal bar and supports
- synonym:
- railing ,
- rail
1. Ένα φράγμα που αποτελείται από μια οριζόντια ράβδο και υποστηρίγματα
- συνώνυμο:
- κιγκλίδωμα ,
- σιδηρόδρομος
2. Material for making rails or rails collectively
- synonym:
- railing
2. Υλικό για την κατασκευή των ραγών ή των ραγών συλλογικά
- συνώνυμο:
- κιγκλίδωμα