Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "rail" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σιδηροτροχιά" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Rail

[Σιδηροτροχιά]
/rel/

noun

1. A barrier consisting of a horizontal bar and supports

    synonym:
  • railing
  • ,
  • rail

1. Ένα φράγμα που αποτελείται από μια οριζόντια ράβδο και υποστηρίγματα

    συνώνυμο:
  • κιγκλίδωμα
  • ,
  • σιδηρόδρομος

2. Short for railway

  • "He traveled by rail"
  • "He was concerned with rail safety"
    synonym:
  • rail

2. Λίγα για το σιδηρόδρομο

  • "Ταξίδεψε με τρένο"
  • "Ασχολήθηκε με την ασφάλεια των σιδηροδρόμων"
    συνώνυμο:
  • σιδηρόδρομος

3. A bar or pair of parallel bars of rolled steel making the railway along which railroad cars or other vehicles can roll

    synonym:
  • track
  • ,
  • rail
  • ,
  • rails
  • ,
  • runway

3. Ένα μπαρ ή ένα ζευγάρι παράλληλων ράβδων του ελασματοποιημένου χάλυβα καθιστώντας το σιδηρόδρομο κατά μήκος των οποίων μπορούν να κυλήσουν

    συνώνυμο:
  • παρακολουθώ
  • ,
  • σιδηρόδρομος
  • ,
  • ράγεσ
  • ,
  • διάδρομος

4. A horizontal bar (usually of wood or metal)

    synonym:
  • rail

4. Μια οριζόντια μπάρα (συνήθως από ξύλο ή μέταλλο)

    συνώνυμο:
  • σιδηρόδρομος

5. Any of numerous widely distributed small wading birds of the family rallidae having short wings and very long toes for running on soft mud

    synonym:
  • rail

5. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα ευρέως κατανεμημένα μικρά πουλιά της οικογένειας έχει κοντά φτερά και πολύ μακριά δάχτυλα για τρέξιμο σε μαλακή λάσπη

    συνώνυμο:
  • σιδηρόδρομος

verb

1. Complain bitterly

    synonym:
  • rail
  • ,
  • inveigh

1. Παραπονεθείτε πικρά

    συνώνυμο:
  • σιδηρόδρομος
  • ,
  • παρακαλώ

2. Enclose with rails

  • "Rail in the old graves"
    synonym:
  • rail
  • ,
  • rail in

2. Περικλείεται με ράγες

  • "Σιδηροτροχιά στους παλιούς τάφους"
    συνώνυμο:
  • σιδηρόδρομος
  • ,
  • σιδηροπρίονο

3. Provide with rails

  • "The yard was railed"
    synonym:
  • rail

3. Παρέχω με ράγες

  • "Η αυλή ήταν τραβηγμένη"
    συνώνυμο:
  • σιδηρόδρομος

4. Separate with a railing

  • "Rail off the crowds from the presidential palace"
    synonym:
  • rail
  • ,
  • rail off

4. Ξεχωρίστε με ένα κιγκλίδωμα

  • "Βγάλτε τα πλήθη από το προεδρικό μέγαρο"
    συνώνυμο:
  • σιδηρόδρομος
  • ,
  • τρένο

5. Convey (goods etc.) by rails

  • "Fresh fruit are railed from italy to belgium"
    synonym:
  • rail

5. Μεταφέρετε (αγαθά κλπ.) από ράγες

  • "Τα φρέσκα φρούτα είναι από την ιταλία στο βέλγιο"
    συνώνυμο:
  • σιδηρόδρομος

6. Travel by rail or train

  • "They railed from rome to venice"
  • "She trained to hamburg"
    synonym:
  • train
  • ,
  • rail

6. Ταξιδέψτε με τρένο ή σιδηρόδρομο

  • "Έφυγαν από τη ρώμη στη βενετία"
  • "Εκπαιδεύτηκε στο αμβούργο"
    συνώνυμο:
  • τρένο
  • ,
  • σιδηρόδρομος

7. Lay with rails

  • "Hundreds of miles were railed out here"
    synonym:
  • rail

7. Ξαπλώστε με ράγες

  • "Εκατοντάδες χιλιόμετρα είχαν εκτοξευθεί εδώ"
    συνώνυμο:
  • σιδηρόδρομος

8. Fish with a handline over the rails of a boat

  • "They are railing for fresh fish"
    synonym:
  • rail

8. Ψάρια με γραμμή πάνω από τις ράγες ενός σκάφους

  • "Είναι κιγκλίδωμα για φρέσκο ψάρι"
    συνώνυμο:
  • σιδηρόδρομος

9. Spread negative information about

  • "The nazi propaganda vilified the jews"
    synonym:
  • vilify
  • ,
  • revile
  • ,
  • vituperate
  • ,
  • rail

9. Διαδώστε αρνητικές πληροφορίες για

  • "Η ναζιστική προπαγάνδα καταδίκασε τους εβραίους"
    συνώνυμο:
  • εξασθενίζω
  • ,
  • αναβλητικόσ
  • ,
  • υαλοπίνακασ
  • ,
  • σιδηρόδρομος

10. Criticize severely

  • "He fulminated against the republicans' plan to cut medicare"
  • "She railed against the bad social policies"
    synonym:
  • fulminate
  • ,
  • rail

10. Κριτικάρει

  • "Κυριαρχούσε ενάντια στο σχέδιο των ρεπουμπλικάνων να κόψουν τα φάρμακα"
  • "Καταφέρνει να αντιμετωπίσει τις κακές κοινωνικές πολιτικές"
    συνώνυμο:
  • φουλμινικό
  • ,
  • σιδηρόδρομος

Examples of using

Hold on to the rail while going down these stairs.
Κρατήστε το τρένο ενώ πηγαίνετε κάτω από αυτές τις σκάλες.
Get hold of the rail just in case.
Κρατήστε τη ράγα σε κάθε περίπτωση.
The cost of the air fare is higher than of the rail fare.
Το κόστος του αεροπορικού ναύλου είναι υψηλότερο από το σιδηροδρομικό ναύλο.