Translation meaning & definition of the word "raging" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατασκευή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Raging
[Κατασκευή]/reʤɪŋ/
adjective
1. Characterized by violent and forceful activity or movement
- Very intense
- "The fighting became hot and heavy"
- "A hot engagement"
- "A raging battle"
- "The river became a raging torrent"
- synonym:
- hot ,
- raging
1. Χαρακτηρίζεται από βίαιη και ισχυρή δραστηριότητα ή κίνηση
- Πολύ έντονη
- "Οι μάχες έγιναν ζεστές και βαριές"
- "Μια καυτή δέσμευση"
- "Μια μαίνουσα μάχη"
- "Το ποτάμι έγινε ένας μαινόμενος χείμαρρος"
- συνώνυμο:
- ζεστό ,
- μαίνομαι
2. Very severe
- "A raging thirst"
- "A raging toothache"
- synonym:
- raging
2. Πολύ σοβαρός
- "Μια μαίνουσα δίψα"
- "Ένας πονόδοντος"
- συνώνυμο:
- μαίνομαι
3. (of the elements) as if showing violent anger
- "Angry clouds on the horizon"
- "Furious winds"
- "The raging sea"
- synonym:
- angry ,
- furious ,
- raging ,
- tempestuous ,
- wild
3. (από τα στοιχεία) σαν να δείχνει βίαιο θυμό
- "Εξωφρενικά σύννεφα στον ορίζοντα"
- "Εξαγριωμένοι άνεμοι"
- "Η μαινόμενη θάλασσα"
- συνώνυμο:
- θυμωμένος ,
- εξαγριωμένοσ ,
- μαίνομαι ,
- θυελλώδησ ,
- άγριος
Examples of using
The storm has been raging for three days.
Η καταιγίδα μαίνεται εδώ και τρεις μέρες.