Translation meaning & definition of the word "rag" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ραγκ" στην ελληνική γλώσσα
Rag
[Ραγκ]noun
1. A small piece of cloth or paper
- synonym:
- rag ,
- shred ,
- tag ,
- tag end ,
- tatter
1. Ένα μικρό κομμάτι πανί ή χαρτί
- συνώνυμο:
- πανουργία ,
- τεμαχίζω ,
- ετικέτα ,
- τελειώνω ,
- τετραγωνίζω
2. A week at british universities during which side-shows and processions of floats are organized to raise money for charities
- synonym:
- rag ,
- rag week
2. Μια εβδομάδα στα βρετανικά πανεπιστήμια κατά τη διάρκεια των οποίων οργανώνονται πλευρικές επιδείξεις και πομπές για να συγκεντρώσουν χρήματα
- συνώνυμο:
- πανουργία ,
- εβδομάδα ραγκ
3. Music with a syncopated melody (usually for the piano)
- synonym:
- ragtime ,
- rag
3. Μουσική με συγκοπτική μελωδία (συνήθως για το πιάν)
- συνώνυμο:
- παλιοσίδερο ,
- πανουργία
4. Newspaper with half-size pages
- synonym:
- tabloid ,
- rag ,
- sheet
4. Εφημερίδα με σελίδες μισού μεγέθους
- συνώνυμο:
- ταμπλόιντ ,
- πανουργία ,
- φύλλο
5. A boisterous practical joke (especially by college students)
- synonym:
- rag
5. Ένα τρομερό πρακτικό αστείο (ειδικά από φοιτητές κολλεγίων)
- συνώνυμο:
- πανουργία
verb
1. Treat cruelly
- "The children tormented the stuttering teacher"
- synonym:
- torment ,
- rag ,
- bedevil ,
- crucify ,
- dun ,
- frustrate
1. Αντιμετωπίζω σκληρά
- "Τα παιδιά βασάνιζαν τον δάσκαλο τραυλισμού"
- συνώνυμο:
- βασανιστήριο ,
- πανουργία ,
- βαθύτερη ,
- σταυρώνω ,
- αμμόλοφος ,
- απογοητεύω
2. Cause annoyance in
- Disturb, especially by minor irritations
- "Mosquitoes buzzing in my ear really bothers me"
- "It irritates me that she never closes the door after she leaves"
- synonym:
- annoy ,
- rag ,
- get to ,
- bother ,
- get at ,
- irritate ,
- rile ,
- nark ,
- nettle ,
- gravel ,
- vex ,
- chafe ,
- devil
2. Προκαλώ ενόχληση στο
- Ενοχλήστε, ειδικά από μικρούς ερεθισμούς
- "Τα κουνούπια που βουίζουν στο αυτί μου πραγματικά με ενοχλούν"
- "Με εκνευρίζει που δεν κλείνει ποτέ την πόρτα αφού φύγει"
- συνώνυμο:
- ενοχλώ ,
- πανουργία ,
- πηγαίνω ,
- ερεθίζω ,
- ρίλε ,
- ναρκ ,
- τσουκνίδα ,
- χαλίκι ,
- βεχ ,
- τσαλαπατώ ,
- διάβολος
3. Play in ragtime
- "Rag that old tune"
- synonym:
- rag
3. Παίξτε στο ραγκφούρ
- "Τραγούδησε αυτή την παλιά μελωδία"
- συνώνυμο:
- πανουργία
4. Harass with persistent criticism or carping
- "The children teased the new teacher"
- "Don't ride me so hard over my failure"
- "His fellow workers razzed him when he wore a jacket and tie"
- synonym:
- tease ,
- razz ,
- rag ,
- cod ,
- tantalize ,
- tantalise ,
- bait ,
- taunt ,
- twit ,
- rally ,
- ride
4. Παρενόχληση με επίμονη κριτική ή σφυροκόπημα
- "Τα παιδιά πείραξαν τον νέο δάσκαλο"
- "Μη με οδηγείς τόσο σκληρά για την αποτυχία μου"
- "Οι συνάδελφοί του τον τάραξαν όταν φορούσε ένα σακάκι και γραβάτα"
- συνώνυμο:
- πειράζω ,
- ραζ ,
- πανουργία ,
- γάδος ,
- τανταλίζω ,
- τανταλίζουν ,
- δόλωμα ,
- τρομακτικό ,
- τουίτ ,
- ράλι ,
- βόλτα
5. Censure severely or angrily
- "The mother scolded the child for entering a stranger's car"
- "The deputy ragged the prime minister"
- "The customer dressed down the waiter for bringing cold soup"
- synonym:
- call on the carpet ,
- take to task ,
- rebuke ,
- rag ,
- trounce ,
- reproof ,
- lecture ,
- reprimand ,
- jaw ,
- dress down ,
- call down ,
- scold ,
- chide ,
- berate ,
- bawl out ,
- remonstrate ,
- chew out ,
- chew up ,
- have words ,
- lambaste ,
- lambast
5. Να λογοκρίνετε σοβαρά ή θυμωμένα
- "Η μητέρα επέπληξε το παιδί για την είσοδο στο αυτοκίνητο ενός ξένου"
- "Ο αντιπρόεδρος τάραξε τον πρωθυπουργό"
- "Ο πελάτης ντύθηκε κάτω από το σερβιτόρο για να φέρει κρύα σούπα"
- συνώνυμο:
- καλέστε το χαλί ,
- παίρνω την εργασία ,
- επιπλήξει ,
- πανουργία ,
- προβληματίζω ,
- επαναπροβολή ,
- διάλεξη ,
- επίπληξη ,
- σαγόνι ,
- φοράω ,
- καλώ ,
- επιπλήττω ,
- αλυσοδέτησ ,
- αποτεφρώ ,
- αποφεύγω ,
- επαναστατώ ,
- μασάω ,
- έχω λέξεις ,
- αρνίσιο ,
- λαμπάστ
6. Break into lumps before sorting
- "Rag ore"
- synonym:
- rag
6. Σπάστε σε κομμάτια πριν από την ταξινόμηση
- "Μετάλλευμα καταρρακτών"
- συνώνυμο:
- πανουργία