Translation meaning & definition of the word "raffle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφαίρεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Raffle
[Καμπαναριό]/ræfəl/
noun
1. A lottery in which the prizes are goods rather than money
- synonym:
- raffle
1. Μια λαχειοφόρο αγορά στην οποία τα βραβεία είναι αγαθά και όχι χρήματα
- συνώνυμο:
- παλαίω
verb
1. Dispose of in a lottery
- "We raffled off a trip to the bahamas"
- synonym:
- raffle ,
- raffle off
1. Απορρίψτε σε μια λαχειοφόρο αγορά
- "Βγήκαμε από ένα ταξίδι στις μπαχάμες"
- συνώνυμο:
- παλαίω ,
- αποστρατεύω