Translation meaning & definition of the word "raffish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ραφλας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Raffish
[Σκαλωμένοσ]/ræfɪʃ/
adjective
1. Marked by up-to-dateness in dress and manners
- "A dapper young man"
- "A jaunty red hat"
- synonym:
- dapper ,
- dashing ,
- jaunty ,
- natty ,
- raffish ,
- rakish ,
- spiffy ,
- snappy ,
- spruce
1. Χαρακτηρίζεται από την επικαιρότητα στο φόρεμα και τους τρόπους
- "Ένας νεαρός άνδρας"
- "Ένα αποτρόπαιο κόκκινο καπέλο"
- συνώνυμο:
- παίζων ,
- πτώση ,
- τρομακτικός ,
- νάτι ,
- παραπονεμένοσ ,
- τραχικόσ ,
- ασταθήσ ,
- αναπηδήσ ,
- ερυθρελάτη
2. Marked by a carefree unconventionality or disreputableness
- "A cocktail party given by some...raffish bachelors"- crary moore
- synonym:
- devil-may-care ,
- raffish ,
- rakish
2. Χαρακτηρίζεται από μια ανέμελη αντισυμβατικότητα ή δυσφορία
- "Ένα κοκτέιλ πάρτι που δόθηκε από μερικούς.σαρκοφάγους"- σιβάιτ μουρ
- συνώνυμο:
- φροντίδα του Διαβόλου ,
- παραπονεμένοσ ,
- τραχικόσ
Examples of using
He was a good-looking but somewhat raffish young gentleman.
Ήταν ένας όμορφος, αλλά κάπως βιαστικός νεαρός κύριος.