Translation meaning & definition of the word "radium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ραδιόφωνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Radium
[Ράδιο]/rediəm/
noun
1. An intensely radioactive metallic element that occurs in minute amounts in uranium ores
- synonym:
- radium ,
- Ra ,
- atomic number 88
1. Ένα έντονα ραδιενεργό μεταλλικό στοιχείο που εμφανίζεται σε μικρές ποσότητες σε μεταλλεύματα ουρανίου
- συνώνυμο:
- ράδιο ,
- Ρα ,
- ατομικός αριθμός 88
Examples of using
Who discovered radium?
Ποιος ανακάλυψε το ράδιο?
It was Marie Curie who discovered radium.
Ήταν η Μαρί Κιουρί που ανακάλυψε το ράδιο.