Translation meaning & definition of the word "radish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ραδίκια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Radish
[Ραπανάκι]/rædɪʃ/
noun
1. Pungent fleshy edible root
- synonym:
- radish
1. Πικάντικη σαρκώδης βρώσιμη ρίζα
- συνώνυμο:
- ραπανάκι
2. Radish of japan with a long hard durable root eaten raw or cooked
- synonym:
- radish ,
- daikon ,
- Japanese radish ,
- Raphanus sativus longipinnatus
2. Ραπανάκι της ιαπωνίας με μια μακριά σκληρή ανθεκτική ρίζα που τρώγεται ωμή ή μαγειρεμένη
- συνώνυμο:
- ραπανάκι ,
- νταϊκόν ,
- Ιαπωνικό ραπανάκι ,
- Ράφανος σατιβός πολυδιπινάτος
3. Pungent edible root of any of various cultivated radish plants
- synonym:
- radish
3. Πικάντικη βρώσιμη ρίζα οποιουδήποτε από τα διάφορα καλλιεργούμενα ραπανάκια
- συνώνυμο:
- ραπανάκι
4. Eurasian plant widely cultivated for its edible pungent root usually eaten raw
- synonym:
- radish ,
- Raphanus sativus
4. Το ευρασιατικό φυτό που καλλιεργείται ευρέως για τη βρώσιμη πικάντικη ρίζα του συνήθως τρώγεται ωμό
- συνώνυμο:
- ραπανάκι ,
- Ράφανος σατίβος
5. A cruciferous plant of the genus raphanus having a pungent edible root
- synonym:
- radish plant ,
- radish
5. Ένα σταυροειδές φυτό του γένους ραφάνου που έχει μια πικάντικη βρώσιμη ρίζα
- συνώνυμο:
- φυτό ραπανάκι ,
- ραπανάκι