Translation meaning & definition of the word "radical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ριζοσπαστική" στην ελληνική γλώσσα
Radical
[Ριζοσπαστικόσ]noun
1. (chemistry) two or more atoms bound together as a single unit and forming part of a molecule
- synonym:
- group ,
- radical ,
- chemical group
1. (χημεία) δύο ή περισσότερα άτομα που συνδέονται μεταξύ τους ως μία μονάδα και αποτελούν μέρος ενός μορίου
- συνώνυμο:
- ομάδα ,
- ριζοσπαστικόσ ,
- χημική ομάδα
2. An atom or group of atoms with at least one unpaired electron
- In the body it is usually an oxygen molecule that has lost an electron and will stabilize itself by stealing an electron from a nearby molecule
- "In the body free radicals are high-energy particles that ricochet wildly and damage cells"
- synonym:
- free radical ,
- radical
2. Ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων με τουλάχιστον ένα μη ζευγαρωμένο ηλεκτρόνιο
- Στο σώμα είναι συνήθως ένα μόριο οξυγόνου που έχει χάσει ένα ηλεκτρόνιο και θα σταθεροποιηθεί με την κλοπή ενός ηλεκτρονίου από ένα μόριο
- "Στο σώμα οι ελεύθερες ρίζες είναι σωματίδια υψηλής ενέργειας που εκρήγνυνται άγρια και βλάπτουν τα κύτταρα"
- συνώνυμο:
- ελεύθερη ρίζα ,
- ριζοσπαστικόσ
3. A person who has radical ideas or opinions
- synonym:
- radical
3. Ένα άτομο που έχει ριζοσπαστικές ιδέες ή απόψεις
- συνώνυμο:
- ριζοσπαστικόσ
4. (mathematics) a quantity expressed as the root of another quantity
- synonym:
- radical
4. ( μαθηματικά) μια ποσότητα εκφρασμένη ως η ρίζα μιας άλλης ποσότητας
- συνώνυμο:
- ριζοσπαστικόσ
5. A character conveying the lexical meaning of a logogram
- synonym:
- radical
5. Ένας χαρακτήρας που μεταφέρει τη λεξική έννοια ενός λογογράμματος
- συνώνυμο:
- ριζοσπαστικόσ
6. (linguistics) the form of a word after all affixes are removed
- "Thematic vowels are part of the stem"
- synonym:
- root ,
- root word ,
- base ,
- stem ,
- theme ,
- radical
6. (γλωσσολογία) η μορφή μιας λέξης μετά την αφαίρεση όλων των προσαγωγών
- "Τα θεματικά φωνήεντα είναι μέρος του στελέχους"
- συνώνυμο:
- ρίζα ,
- λέξη ρίζας ,
- βάση ,
- στέλεχος ,
- θέμα ,
- ριζοσπαστικόσ
adjective
1. (used of opinions and actions) far beyond the norm
- "Extremist political views"
- "Radical opinions on education"
- "An ultra conservative"
- synonym:
- extremist ,
- radical ,
- ultra
1. (χρησιμοποιείται για απόψεις και ενέργειες) πολύ πέρα από τον κανόνα
- "Εξτρεμιστικές πολιτικές απόψεις"
- "Ριζοσπαστικές απόψεις για την εκπαίδευση"
- "Εξαιρετικά συντηρητικό"
- συνώνυμο:
- εξτρεμιστής ,
- ριζοσπαστικόσ ,
- εξαιρετικά
2. Markedly new or introducing radical change
- "A revolutionary discovery"
- "Radical political views"
- synonym:
- revolutionary ,
- radical
2. Αξιοσημείωτα νέα ή εισαγωγή ριζικής αλλαγής
- "Επαναστατική ανακάλυψη"
- "Ριζοσπαστικές πολιτικές απόψεις"
- συνώνυμο:
- επαναστατικός ,
- ριζοσπαστικόσ
3. Arising from or going to the root or source
- "A radical flaw in the plan"
- synonym:
- radical
3. Που προκύπτει ή πηγαίνει στη ρίζα ή την πηγή
- "Ένα ριζοσπαστικό ελάττωμα στο σχέδιο"
- συνώνυμο:
- ριζοσπαστικόσ
4. Of or relating to or constituting a linguistic root
- "A radical verb form"
- synonym:
- radical
4. Από ή σχετίζονται ή συνιστούν γλωσσική ρίζα
- "Μια ριζοσπαστική μορφή ρήματος"
- συνώνυμο:
- ριζοσπαστικόσ
5. Especially of leaves
- Located at the base of a plant or stem
- Especially arising directly from the root or rootstock or a root-like stem
- "Basal placentation"
- "Radical leaves"
- synonym:
- radical ,
- basal
5. Ειδικά τα φύλλα
- Βρίσκεται στη βάση ενός φυτού ή στελέχους
- Ειδικά που προκύπτουν απευθείας από τη ρίζα ή τη ρίζα ή ένα στέλεχος που μοιάζει με ρίζα
- "Βασικός πλακούντας"
- "Ριζοσπαστικά φύλλα"
- συνώνυμο:
- ριζοσπαστικόσ ,
- βασικά