Translation meaning & definition of the word "radiator" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακτινοβολία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Radiator
[Θερμαντικό]/redietər/
noun
1. Any object that radiates energy
- synonym:
- radiator
1. Κάθε αντικείμενο που ακτινοβολεί ενέργεια
- συνώνυμο:
- θερμαντικό σώμα
2. Heater consisting of a series of pipes for circulating steam or hot water to heat rooms or buildings
- synonym:
- radiator
2. Θερμάστρα που αποτελείται από μια σειρά σωλήνων για την κυκλοφορία του ατμού ή του ζεστού νερού για τη θέρμανση δωματίων ή κτιρίων
- συνώνυμο:
- θερμαντικό σώμα
3. A mechanism consisting of a metal honeycomb through which hot fluids circulate
- Heat is transferred from the fluid through the honeycomb to the airstream that is created either by the motion of the vehicle or by a fan
- synonym:
- radiator
3. Ένας μηχανισμός που αποτελείται από μια μεταλλική κηρήθρα μέσω της οποίας κυκλοφορούν ζεστά υγρά
- Η θερμότητα μεταφέρεται από το υγρό μέσω της κηρήθρας στο ρεύμα που δημιουργείται είτε με την κίνηση του οχήματος είτε με ανεμιστήρα
- συνώνυμο:
- θερμαντικό σώμα