Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "radiate" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακτινοβολία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Radiate

[Ακτινοβολώ]
/rediət/

verb

1. Send out rays or waves

  • "The sun radiates heat"
    synonym:
  • radiate

1. Στείλτε ακτίνες ή κύματα

  • "Ο ήλιος ακτινοβολεί θερμότητα"
    συνώνυμο:
  • ακτινοβολώ

2. Send out real or metaphoric rays

  • "She radiates happiness"
    synonym:
  • radiate

2. Στείλτε πραγματικές ή μεταφορικές ακτίνες

  • "Ακτινοβολεί την ευτυχία"
    συνώνυμο:
  • ακτινοβολώ

3. Extend or spread outward from a center or focus or inward towards a center

  • "Spokes radiate from the hub of the wheel"
  • "This plants radiate spines in all directions"
    synonym:
  • radiate
  • ,
  • ray

3. Επεκτείνετε ή εξαπλωθείτε προς τα έξω από ένα κέντρο ή εστίαση ή προς τα μέσα προς ένα κέντρο

  • "Ακτινοβολεί από τον κόμβο του τροχού"
  • "Αυτά τα φυτά ακτινοβολούν αγκάθια προς όλες τις κατευθύνσεις"
    συνώνυμο:
  • ακτινοβολώ
  • ,
  • ακτίνα

4. Have a complexion with a strong bright color, such as red or pink

  • "Her face glowed when she came out of the sauna"
    synonym:
  • glow
  • ,
  • beam
  • ,
  • radiate
  • ,
  • shine

4. Έχετε μια επιδερμίδα με έντονο φωτεινό χρώμα, όπως κόκκινο ή ροζ

  • "Το πρόσωπό της έλαμπε όταν βγήκε από τη σάουνα"
    συνώνυμο:
  • λάμψη
  • ,
  • ακτίνα
  • ,
  • ακτινοβολώ

5. Cause to be seen by emitting light as if in rays

  • "The sun is radiating"
    synonym:
  • radiate

5. Αιτία να φαίνεται με την εκπομπή φωτός σαν να είναι στις ακτίνες

  • "Ο ήλιος ακτινοβολεί"
    συνώνυμο:
  • ακτινοβολώ

6. Experience a feeling of well-being or happiness, as from good health or an intense emotion

  • "She was beaming with joy"
  • "Her face radiated with happiness"
    synonym:
  • glow
  • ,
  • beam
  • ,
  • radiate
  • ,
  • shine

6. Βιώστε μια αίσθηση ευεξίας ή ευτυχίας, καθώς και από καλή υγεία ή έντονο συναίσθημα

  • "Τα παιδιά έφτιαχναν με χαρά"
  • "Το πρόσωπό της ακτινοβολείται με ευτυχία"
    συνώνυμο:
  • λάμψη
  • ,
  • ακτίνα
  • ,
  • ακτινοβολώ

7. Issue or emerge in rays or waves

  • "Heat radiated from the metal box"
    synonym:
  • radiate

7. Προβάλλει ή εμφανίζεται σε ακτίνες ή κύματα

  • "Θερμότητα που ακτινοβολείται από το μεταλλικό κιβώτιο"
    συνώνυμο:
  • ακτινοβολώ

8. Spread into new habitats and produce variety or variegate

  • "The plants on this island diversified"
    synonym:
  • diversify
  • ,
  • radiate

8. Εξαπλωθεί σε νέους οικοτόπους και παράγει ποικιλία ή ποικιλία

  • "Τα φυτά σε αυτό το νησί διαφοροποιήθηκαν"
    συνώνυμο:
  • διαφοροποιώ
  • ,
  • ακτινοβολώ

adjective

1. Arranged like rays or radii

  • Radiating from a common center
  • "Radial symmetry"
  • "A starlike or stellate arrangement of petals"
  • "Many cities show a radial pattern of main highways"
    synonym:
  • radial
  • ,
  • stellate
  • ,
  • radiate

1. Τοποθετημένο σαν ακτίνες ή ακτίνες

  • Ακτινοβολία από ένα κοινό κέντρο
  • "Ακτινωτή συμμετρία"
  • "Μια αστεροειδής ή αστεροειδής διάταξη των πετάλων"
  • "Πολλές πόλεις δείχνουν ένα ακτινωτό μοτίβο των κύριων αυτοκινητοδρόμων"
    συνώνυμο:
  • ακτινωτό
  • ,
  • αστεροειδήσ
  • ,
  • ακτινοβολώ

2. Having rays or ray-like parts as in the flower heads of daisies

    synonym:
  • radiate

2. Έχοντας ακτίνες ή μέρη που μοιάζουν με ακτίνες όπως στα κεφάλια λουλουδιών των μαργαρίτες

    συνώνυμο:
  • ακτινοβολώ