Translation meaning & definition of the word "radiance" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "ακτινοβολία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Radiance
[Ακτινοβολία]/rediəns/
noun
1. The amount of electromagnetic radiation leaving or arriving at a point on a surface
- synonym:
- radiance ,
- glow ,
- glowing
1. Η ποσότητα της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που φεύγει ή φτάνει σε ένα σημείο σε μια επιφάνεια
- συνώνυμο:
- ακτινοβολία ,
- λάμψη ,
- λαμπερό
2. The quality of being bright and sending out rays of light
- synonym:
- radiance ,
- radiancy ,
- shine ,
- effulgence ,
- refulgence ,
- refulgency
2. Η ποιότητα του να είσαι φωτεινός και να στέλνεις ακτίνες φωτός
- συνώνυμο:
- ακτινοβολία ,
- λάμψη ,
- ανάφλεξη ,
- επανεκτίμηση ,
- επανεπεξεργασία
3. An attractive combination of good health and happiness
- "The radiance of her countenance"
- synonym:
- radiance
3. Ένας ελκυστικός συνδυασμός καλής υγείας και ευτυχίας
- "Η λάμψη του προσώπου της"
- συνώνυμο:
- ακτινοβολία
Examples of using
What is life without the radiance of love?
Τι είναι η ζωή χωρίς τη λάμψη της αγάπης;