Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "racy" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κρατία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Racy

[Ρευστό]
/resi/

adjective

1. Full of zest or vigor

  • "A racy literary style"
    synonym:
  • lively
  • ,
  • racy

1. Γεμάτο ξύσμα ή σθένος

  • "Ένα λογοτεχνικό στυλ"
    συνώνυμο:
  • ζωηρός
  • ,
  • τραγανόσ

2. Marked by richness and fullness of flavor

  • "A rich ruby port"
  • "Full-bodied wines"
  • "A robust claret"
  • "The robust flavor of fresh-brewed coffee"
    synonym:
  • full-bodied
  • ,
  • racy
  • ,
  • rich
  • ,
  • robust

2. Χαρακτηρίζεται από πλούτο και πληρότητα της γεύσης

  • "Ένα πλούσιο λιμάνι ρουμπίνι"
  • "Πλήρης-σωματώδη κρασιά"
  • "Ένας ισχυρός κλαρέτος"
  • "Η στιβαρή γεύση του φρέσκου καφέ"
    συνώνυμο:
  • πλήρης
  • ,
  • τραγανόσ
  • ,
  • πλούσιος
  • ,
  • στιβαρός

3. Suggestive of sexual impropriety

  • "A blue movie"
  • "Blue jokes"
  • "He skips asterisks and gives you the gamy details"
  • "A juicy scandal"
  • "A naughty wink"
  • "Naughty words"
  • "Racy anecdotes"
  • "A risque story"
  • "Spicy gossip"
    synonym:
  • blue
  • ,
  • gamy
  • ,
  • gamey
  • ,
  • juicy
  • ,
  • naughty
  • ,
  • racy
  • ,
  • risque
  • ,
  • spicy

3. Υπαινισσόμενοι για σεξουαλική απιθανότητα

  • "Μια γαλάζια ταινία"
  • "Μπλε αστεία"
  • "Παραλείπει τους αστερίσκους και σας δίνει τις λεπτομέρειες παιχνιδιού"
  • "Ένα ζουμερό σκάνδαλο"
  • "Ένα άτακτο βρυχηθμό"
  • "Άτακτες λέξεις"
  • "Ανέκδοτα της εξουσίας"
  • "Μια αποκρουστική ιστορία"
  • "Πικάντικο κουτσομπολιό"
    συνώνυμο:
  • μπλε
  • ,
  • γαμημένοσ
  • ,
  • παιχνιδιάρησ
  • ,
  • ζουμερός
  • ,
  • άτακτος
  • ,
  • τραγανόσ
  • ,
  • περίπτωση αναπνοής
  • ,
  • πικάντικος

4. Designed or suitable for competing in a race

    synonym:
  • racy

4. Σχεδιασμένο ή κατάλληλο για ανταγωνισμό σε έναν αγώνα

    συνώνυμο:
  • τραγανόσ