Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "racket" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρακέτα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Racket

[Ρακέτα]
/rækɪt/

noun

1. A loud and disturbing noise

    synonym:
  • racket

1. Ένας δυνατός και ενοχλητικός θόρυβος

    συνώνυμο:
  • ρακέτα

2. An illegal enterprise (such as extortion or fraud or drug peddling or prostitution) carried on for profit

    synonym:
  • racket
  • ,
  • fraudulent scheme
  • ,
  • illegitimate enterprise

2. Μια παράνομη επιχείρηση (όπως εκβιασμός ή απάτη ή ναρκωτικά ή πορνεία) που συνεχίζεται για το κέρδος

    συνώνυμο:
  • ρακέτα
  • ,
  • δόλιο σχέδιο
  • ,
  • παράνομη επιχείρηση

3. The auditory experience of sound that lacks musical quality

  • Sound that is a disagreeable auditory experience
  • "Modern music is just noise to me"
    synonym:
  • noise
  • ,
  • dissonance
  • ,
  • racket

3. Η ακουστική εμπειρία του ήχου που στερείται μουσικής ποιότητας

  • Ήχος που είναι μια δυσάρεστη ακουστική εμπειρία
  • "Η σύγχρονη μουσική είναι απλά ένας θόρυβος για μένα"
    συνώνυμο:
  • θόρυβος
  • ,
  • ασυμφωνία
  • ,
  • ρακέτα

4. A sports implement (usually consisting of a handle and an oval frame with a tightly interlaced network of strings) used to strike a ball (or shuttlecock) in various games

    synonym:
  • racket
  • ,
  • racquet

4. Ένα αθλητικό υλικό (συνήθως αποτελείται από μια λαβή και ένα οβάλ πλαίσιο με ένα σφιχτά διασυνδεδεμένο δίκτυο χορδών χρησιμοποιείται

    συνώνυμο:
  • ρακέτα

verb

1. Celebrate noisily, often indulging in drinking

  • Engage in uproarious festivities
  • "The members of the wedding party made merry all night"
  • "Let's whoop it up--the boss is gone!"
    synonym:
  • revel
  • ,
  • racket
  • ,
  • make whoopie
  • ,
  • make merry
  • ,
  • make happy
  • ,
  • whoop it up
  • ,
  • jollify
  • ,
  • wassail

1. Γιορτάστε θορυβωδώς, συχνά επιδοθούν στο ποτό

  • Ασχοληθείτε με διάφορες γιορτές
  • "Τα μέλη του γαμήλιου πάρτι έγιναν χαρούμενα όλη τη νύχτα"
  • "Ας το ανεβάσουμε - το αφεντικό έχει φύγει!"
    συνώνυμο:
  • απολαμβάνω
  • ,
  • ρακέτα
  • ,
  • κάνω κράνοσ
  • ,
  • κάνω χαρούμενος
  • ,
  • κάνω ευτυχισμένο
  • ,
  • που το ανεβάζω
  • ,
  • ενθουσιάζω
  • ,
  • παραλία

2. Make loud and annoying noises

    synonym:
  • racket

2. Κάντε δυνατούς και ενοχλητικούς θορύβους

    συνώνυμο:
  • ρακέτα

3. Hit (a ball) with a racket

    synonym:
  • racket

3. Χτύπησε (α μπαλ) με ρακέτα

    συνώνυμο:
  • ρακέτα

Examples of using

Bring your racket and we'll play some tennis.
Φέρτε τη ρακέτα σας και θα παίξουμε λίγο τένις.
I invested all my money and then found out their business was a racket.
Επένδυσα όλα τα χρήματά μου και στη συνέχεια ανακάλυψα ότι η επιχείρησή τους ήταν μια ρακέτα.
There was such a racket at my house last night, I couldn't sleep.
Υπήρχε μια τέτοια ρακέτα στο σπίτι μου χθες το βράδυ, δεν μπορούσα να κοιμηθώ.