Translation meaning & definition of the word "racist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρατσιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Racist
[Ρατσιστής]/resɪst/
noun
1. A person with a prejudiced belief that one race is superior to others
- synonym:
- racist ,
- racialist
1. Ένα άτομο με προκατειλημμένη πεποίθηση ότι μια φυλή είναι ανώτερη από τις άλλες
- συνώνυμο:
- ρατσιστής ,
- ρατσιστήσ
adjective
1. Based on racial intolerance
- "Racist remarks"
- synonym:
- racist
1. Βασισμένο στη φυλετική μισαλλοδοξία
- "Ρατσιστικές παρατηρήσεις"
- συνώνυμο:
- ρατσιστής
2. Discriminatory especially on the basis of race or religion
- synonym:
- racist ,
- antiblack ,
- anti-Semite(a)
2. Διακρίσεις ειδικά με βάση τη φυλή ή τη θρησκεία
- συνώνυμο:
- ρατσιστής ,
- αντιπαραβολή ,
- αντισημιτε()
Examples of using
I am not racist.
Δεν είμαι ρατσιστής.
Tom is a racist.
Ο Τομ είναι ρατσιστής.
You're a racist.
Είσαι ρατσιστής.