Translation meaning & definition of the word "racism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρατσισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Racism
[Ρατσισμός]/resɪzəm/
noun
1. The prejudice that members of one race are intrinsically superior to members of other races
- synonym:
- racism
1. Η προκατάληψη ότι τα μέλη μιας φυλής είναι εγγενώς ανώτερα από τα μέλη άλλων φυλών
- συνώνυμο:
- ρατσισμός
2. Discriminatory or abusive behavior towards members of another race
- synonym:
- racism ,
- racialism ,
- racial discrimination
2. Διακριτική ή καταχρηστική συμπεριφορά απέναντι στα μέλη μιας άλλης φυλής
- συνώνυμο:
- ρατσισμός ,
- ρατσιστικότητα ,
- φυλετικές διακρίσεις
Examples of using
This is racism.
Αυτό είναι ρατσισμός.
I know that you were a victim of racism when you were a kid.
Ξέρω ότι ήσουν θύμα ρατσισμού όταν ήσουν παιδί.
He opposes racism.
Αντιτίθεται στον ρατσισμό.