Translation meaning & definition of the word "racing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναζήτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Racing
[Αγωνιστικόσ]/resɪŋ/
noun
1. The sport of engaging in contests of speed
- synonym:
- racing
1. Το άθλημα της συμμετοχής σε διαγωνισμούς ταχύτητας
- συνώνυμο:
- αγώνας
Examples of using
I don't know anything about racing.
Δεν ξέρω τίποτα για τους αγώνες.