Translation meaning & definition of the word "racial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φυλετική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Racial
[Φυλετικόσ]/reʃəl/
adjective
1. Of or related to genetically distinguished groups of people
- "Racial groups"
- synonym:
- racial
1. Από ή σχετίζονται με γενετικά διακεκριμένες ομάδες ανθρώπων
- "Φυλετικές ομάδες"
- συνώνυμο:
- φυλετικόσ
2. Of or characteristic of race or races or arising from differences among groups
- "Racial differences"
- "Racial discrimination"
- synonym:
- racial
2. Του ή χαρακτηριστικό της φυλής ή των φυλών ή που προκύπτουν από τις διαφορές μεταξύ των ομάδων
- "Φυλετικές διαφορές"
- "Φυλετικές διακρίσεις"
- συνώνυμο:
- φυλετικόσ
Examples of using
He's opposed to racial discrimination.
Αντιτίθεται στις φυλετικές διακρίσεις.
He fought against racial discrimination.
Πάλεψε ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις.
He's opposed to racial discrimination.
Αντιτίθεται στις φυλετικές διακρίσεις.