Translation meaning & definition of the word "racer" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "αγωνιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Racer
[Ρακέτα]/resər/
noun
1. Someone who drives racing cars at high speeds
- synonym:
- racer ,
- race driver ,
- automobile driver
1. Κάποιος που οδηγεί αγωνιστικά αυτοκίνητα σε υψηλές ταχύτητες
- συνώνυμο:
- αγωνιστήσ ,
- οδηγός αγώνων ,
- οδηγός αυτοκινήτου
2. A fast car that competes in races
- synonym:
- racer ,
- race car ,
- racing car
2. Ένα γρήγορο αυτοκίνητο που αγωνίζεται σε αγώνες
- συνώνυμο:
- αγωνιστήσ ,
- αγωνιστικό αυτοκίνητο
3. An animal that races
- synonym:
- racer
3. Ένα ζώο που αγωνίζεται
- συνώνυμο:
- αγωνιστήσ
4. Slender fast-moving north american snakes
- synonym:
- racer
4. Λεπτά γρήγορα κινούμενα φίδια της βόρειας αμερικής
- συνώνυμο:
- αγωνιστήσ
Examples of using
You see, I've got only these two castles, one hundred hectares of land, six cars, four hundreds heads of cattle and twenty racer horses...
Βλέπετε, έχω μόνο αυτά τα δύο κάστρα, εκατό εκτάρια γης, έξι αυτοκίνητα, τέσσερις εκατοντάδες κεφάλια βοοειδών και είκοσι αλόγων...