Translation meaning & definition of the word "rabid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αραβικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rabid
[Ραβίντ]/ræbɪd/
adjective
1. Of or infected by rabies
- synonym:
- rabid
1. Από ή μολυσμένο από λύσσα
- συνώνυμο:
- ραβίνος
2. Marked by excessive enthusiasm for and intense devotion to a cause or idea
- "Rabid isolationist"
- synonym:
- fanatic ,
- fanatical ,
- overzealous ,
- rabid
2. Χαρακτηρίζεται από υπερβολικό ενθουσιασμό και έντονη αφοσίωση σε μια αιτία ή ιδέα
- "Ραβικός απομονωτής"
- συνώνυμο:
- φανατικός ,
- φανατικόσ ,
- υπερβολικά παραλυτικό ,
- ραβίνος
Examples of using
If you get bit by a rabid dog, you'll need a tetanus shot.
Αν πάρετε λίγο από ένα λυσσαλέο σκυλί, θα χρειαστείτε ένα πυροβολισμό τετάνου.