Translation meaning & definition of the word "rabble" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρπαγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rabble
[Στροβιλίζω]/ræbəl/
noun
1. A disorderly crowd of people
- synonym:
- mob ,
- rabble ,
- rout
1. Ένα άτακτο πλήθος ανθρώπων
- συνώνυμο:
- όχλοσ ,
- λύσσα ,
- παραλλαγή
2. Disparaging terms for the common people
- synonym:
- rabble ,
- riffraff ,
- ragtag ,
- ragtag and bobtail
2. Υποτιμητικοί όροι για τους κοινούς ανθρώπους
- συνώνυμο:
- λύσσα ,
- ριφράφ ,
- παλιοσίδερο ,
- ραγκτάγκ και βομβαρδιστική