Translation meaning & definition of the word "quota" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ποσόστωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quota
[Ποσοστό]/kwoʊtə/
noun
1. A prescribed number
- "All the salesmen met their quota for the month"
- synonym:
- quota
1. Ένας συνταγογραφούμενος αριθμός
- "Όλοι οι πωλητές πληρούσαν την ποσόστωσή τους για το μήνα"
- συνώνυμο:
- ποσόστωση
2. A proportional share assigned to each participant
- synonym:
- quota
2. Αναλογική μετοχή που ανατίθεται σε κάθε συμμετέχοντα
- συνώνυμο:
- ποσόστωση
3. A limitation on imports
- "The quota for japanese imports was negotiated"
- synonym:
- quota
3. Περιορισμός των εισαγωγών
- "Η ποσόστωση για τις ιαπωνικές εισαγωγές έγινε με διαπραγμάτευση"
- συνώνυμο:
- ποσόστωση