Translation meaning & definition of the word "quiz" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουίζ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quiz
[Κουίζ]/kwɪz/
noun
1. An examination consisting of a few short questions
- synonym:
- quiz
1. Μια εξέταση που αποτελείται από μερικές σύντομες ερωτήσεις
- συνώνυμο:
- κουίζ
verb
1. Examine someone's knowledge of something
- "The teacher tests us every week"
- "We got quizzed on french irregular verbs"
- synonym:
- quiz ,
- test
1. Εξετάστε τη γνώση κάποιου για κάτι
- "Ο δάσκαλος μας δοκιμάζει κάθε εβδομάδα"
- "Κάναμε κουίζ στα γαλλικά ακανόνιστα ρήματα"
- συνώνυμο:
- κουίζ ,
- δοκιμή
Examples of using
It was easy for him to answer the quiz.
Ήταν εύκολο για αυτόν να απαντήσει στο κουίζ.