Translation meaning & definition of the word "quiver" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραδώστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quiver
[Τρεμοπαίζω]/kwɪvər/
noun
1. An almost pleasurable sensation of fright
- "A frisson of surprise shot through him"
- synonym:
- frisson ,
- shiver ,
- chill ,
- quiver ,
- shudder ,
- thrill ,
- tingle
1. Μια σχεδόν ευχάριστη αίσθηση τρόμου
- "Ένας φαρισαίος έκπληξης πυροβολήθηκε μέσα από αυτόν"
- συνώνυμο:
- φρίσσον ,
- τρέμω ,
- ψύχρα ,
- τρεμοπαίζω ,
- τρέμων ,
- συγκίνηση ,
- τσούζω
2. A shaky motion
- "The shaking of his fingers as he lit his pipe"
- synonym:
- shaking ,
- shakiness ,
- trembling ,
- quiver ,
- quivering ,
- vibration ,
- palpitation
2. Μια ασταθής κίνηση
- "Το κούνημα των δακτύλων του καθώς άναψε το σωλήνα του"
- συνώνυμο:
- τίναγμα ,
- ασταθεία ,
- τρέμει ,
- τρεμοπαίζω ,
- τρεμούλιασμα ,
- δόνηση ,
- παλμόσ
3. Case for holding arrows
- synonym:
- quiver
3. Θήκη για την κράτηση βέλη
- συνώνυμο:
- τρεμοπαίζω
4. The act of vibrating
- synonym:
- vibration ,
- quiver ,
- quivering
4. Η πράξη της δόνησης
- συνώνυμο:
- δόνηση ,
- τρεμοπαίζω ,
- τρεμούλιασμα
verb
1. Shake with fast, tremulous movements
- "His nostrils palpitated"
- synonym:
- quiver ,
- quake ,
- palpitate
1. Ανακινήστε με γρήγορες, τρεμάμενες κινήσεις
- "Τα ρουθούνια του ψηλαφούν"
- συνώνυμο:
- τρεμοπαίζω ,
- σεισμός ,
- παλλόμενοσ
2. Move back and forth very rapidly
- "The candle flickered"
- synonym:
- flicker ,
- waver ,
- flitter ,
- flutter ,
- quiver
2. Προχωρήστε πέρα δώθε πολύ γρήγορα
- "Το κερί τρεμόπαιζε"
- συνώνυμο:
- τρεμοπαίζω ,
- αμφιταλαντευόμενοσ ,
- αναβοσβήνω ,
- φτερουγίζω
3. Move with or as if with a regular alternating motion
- "The city pulsated with music and excitement"
- synonym:
- pulsate ,
- beat ,
- quiver
3. Μετακινήστε με ή σαν με μια κανονική εναλλασσόμενη κίνηση
- "Η πόλη παλλόταν με τη μουσική και τον ενθουσιασμό"
- συνώνυμο:
- παλμικόσ ,
- νικητής ,
- τρεμοπαίζω
Examples of using
In mathematics, a quiver is a directed graph.
Στα μαθηματικά, ένας τρελός είναι ένα κατευθυνόμενο γράφημα.