Translation meaning & definition of the word "quitter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πικρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quitter
[Περιττό]/kwɪtər/
noun
1. A person who gives up too easily
- synonym:
- quitter
1. Ένας άνθρωπος που τα παρατάει πολύ εύκολα
- συνώνυμο:
- παραιτηθεί
Examples of using
I'm no quitter.
Δεν είμαι παραιτητής.