Translation meaning & definition of the word "quits" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταλήγει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quits
[Αποφθέγματα]/kwɪts/
adjective
1. On equal terms by payment or requital
- "We're now quits"
- "Finally quits with the loan"
- synonym:
- quits
1. Με ίσους όρους με πληρωμή ή αίτηση
- "Τώρα είμαστε εγκαταλελειμμένοι"
- "Τελικά παραιτείται από το δάνειο"
- συνώνυμο:
- εγκαταλείπει
Examples of using
Here's your money. Now we're quits.
Εδώ είναι τα χρήματά σας. Τώρα είμαστε εγκαταλείψει.