Translation meaning & definition of the word "quintal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πεντανόστιμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quintal
[Πεμπτουσιακόσ]/kwɪntəl/
noun
1. A unit of weight equal to 100 kilograms
- synonym:
- quintal
1. Μονάδα βάρους ίση με 100 κιλά
- συνώνυμο:
- πεμπτουσιακόσ
2. A united states unit of weight equivalent to 100 pounds
- synonym:
- hundredweight ,
- cwt ,
- short hundredweight ,
- centner ,
- cental ,
- quintal
2. Μια μονάδα βάρους των ηνωμένων πολιτειών ισοδύναμη με 100 λίβρες
- συνώνυμο:
- εκατόβαρο ,
- κυβερνήτησ ,
- βραχείας εκατοστίβας ,
- κέντρο ,
- κεντρικός ,
- πεμπτουσιακόσ