Translation meaning & definition of the word "quilt" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "παλαιό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quilt
[Περιστρέφομαι]/kwɪlt/
noun
1. Bedding made of two layers of cloth filled with stuffing and stitched together
- synonym:
- quilt ,
- comforter ,
- comfort ,
- puff
1. Κλινοσκεπάσματα από δύο στρώματα υφάσματος γεμάτα με γέμιση και ραμμένα μαζί
- συνώνυμο:
- περίβλημα ,
- παρακινητήσ ,
- άνεση ,
- φούσκα
verb
1. Stitch or sew together
- "Quilt the skirt"
- synonym:
- quilt
1. Βελονιά ή ράβουν μαζί
- "Πήρε τη φούστα"
- συνώνυμο:
- περίβλημα
2. Create by stitching together
- synonym:
- quilt
2. Δημιουργήστε ραφτίζοντας μαζί
- συνώνυμο:
- περίβλημα