Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "quiet" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ήσυχο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Quiet

[Ήσυχοσ]
/kwaɪət/

noun

1. A period of calm weather

  • "There was a lull in the storm"
    synonym:
  • lull
  • ,
  • quiet

1. Μια περίοδος ήρεμου καιρού

  • "Υπήρχε ένα νανούρισμα στην καταιγίδα"
    συνώνυμο:
  • λαγνεύω
  • ,
  • ήσυχο

2. An untroubled state

  • Free from disturbances
    synonym:
  • tranquillity
  • ,
  • tranquility
  • ,
  • quiet

2. Μια ανεξέλεγκτη κατάσταση

  • Απαλλαγμένος από τις διαταραχές
    συνώνυμο:
  • ηρεμία
  • ,
  • ήσυχο

3. The absence of sound

  • "He needed silence in order to sleep"
  • "The street was quiet"
    synonym:
  • silence
  • ,
  • quiet

3. Η απουσία του ήχου

  • "Χρειαζόταν σιωπή για να κοιμηθεί"
  • "Ο δρόμος ήταν ήσυχος"
    συνώνυμο:
  • σιωπή
  • ,
  • ήσυχο

4. A disposition free from stress or emotion

    synonym:
  • repose
  • ,
  • quiet
  • ,
  • placidity
  • ,
  • serenity
  • ,
  • tranquillity
  • ,
  • tranquility

4. Μια διάθεση απαλλαγμένη από άγχος ή συναίσθημα

    συνώνυμο:
  • αναπαύω
  • ,
  • ήσυχο
  • ,
  • ηρεμία
  • ,
  • γαλήνη

verb

1. Become quiet or quieter

  • "The audience fell silent when the speaker entered"
    synonym:
  • quieten
  • ,
  • hush
  • ,
  • quiet
  • ,
  • quiesce
  • ,
  • quiet down
  • ,
  • pipe down

1. Να είστε ήσυχοι ή πιο ήσυχοι

  • "Το κοινό έμεινε σιωπηλό όταν μπήκε ο ομιλητής"
    συνώνυμο:
  • ησυχάζω
  • ,
  • απολαύσει
  • ,
  • ήσυχο
  • ,
  • αποφασίζω
  • ,
  • ηρέμησε
  • ,
  • σωλήνας κάτω

2. Make calm or still

  • "Quiet the dragons of worry and fear"
    synonym:
  • calm
  • ,
  • calm down
  • ,
  • quiet
  • ,
  • tranquilize
  • ,
  • tranquillize
  • ,
  • tranquillise
  • ,
  • quieten
  • ,
  • lull
  • ,
  • still

2. Ηρέμησε ή σταμάτησε

  • "Ήσυχοι οι δράκοι της ανησυχίας και του φόβου"
    συνώνυμο:
  • ήρεμος
  • ,
  • ηρέμησε
  • ,
  • ήσυχο
  • ,
  • ηρεμώ
  • ,
  • ηρεμήστε
  • ,
  • ησυχάζω
  • ,
  • λαγνεύω
  • ,
  • ακόμα

adjective

1. Characterized by an absence or near absence of agitation or activity

  • "A quiet life"
  • "A quiet throng of onlookers"
  • "Quiet peace-loving people"
  • "The factions remained quiet for almost 10 years"
    synonym:
  • quiet

1. Χαρακτηρίζεται από απουσία ή σχεδόν απουσία ταραχής ή δραστηριότητας

  • "Μια ήσυχη ζωή"
  • "Ένας ήσυχος συνωστισμός θεατών"
  • "Ήσυχοι άνθρωποι που αγαπούν την ειρήνη"
  • "Οι φατρίες παρέμειναν ήσυχες για σχεδόν 10 χρόνια"
    συνώνυμο:
  • ήσυχο

2. Free of noise or uproar

  • Or making little if any sound
  • "A quiet audience at the concert"
  • "The room was dark and quiet"
    synonym:
  • quiet

2. Χωρίς θόρυβο ή αναταραχή

  • Ή να κάνει λίγο αν οποιοσδήποτε ήχος
  • "Ένα ήσυχο κοινό στη συναυλία"
  • "Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και ήσυχο"
    συνώνυμο:
  • ήσυχο

3. Not showy or obtrusive

  • "Clothes in quiet good taste"
    synonym:
  • quiet
  • ,
  • restrained

3. Όχι επιδεικτικό ή επιδεικτικό

  • "Ρούχα σε ήσυχο καλό γούστο"
    συνώνυμο:
  • ήσυχο
  • ,
  • συγκρατημένη

4. In a softened tone

  • "Hushed voices"
  • "Muted trumpets"
  • "A subdued whisper"
  • "A quiet reprimand"
    synonym:
  • hushed
  • ,
  • muted
  • ,
  • subdued
  • ,
  • quiet

4. Σε έναν μαλακό τόνο

  • "Βουρτσισμένες φωνές"
  • "Μουντές τρομπέτες"
  • "Ένας υποτονικός ψίθυρος"
  • "Μια ήσυχη επίπληξη"
    συνώνυμο:
  • αποσιωπώ
  • ,
  • αποτριχωμένοσ
  • ,
  • υποταγμένο
  • ,
  • ήσυχο

5. (of a body of water) free from disturbance by heavy waves

  • "A ribbon of sand between the angry sea and the placid bay"
  • "The quiet waters of a lagoon"
  • "A lake of tranquil blue water reflecting a tranquil blue sky"
  • "A smooth channel crossing"
  • "Scarcely a ripple on the still water"
  • "Unruffled water"
    synonym:
  • placid
  • ,
  • quiet
  • ,
  • still
  • ,
  • tranquil
  • ,
  • smooth
  • ,
  • unruffled

5. ( ενός σώματος νερού) απαλλαγμένο από διαταραχή από βαριά κύματα

  • "Μια κορδέλα άμμου ανάμεσα στη θυμωμένη θάλασσα και τον πλακούντα κόλπο"
  • "Τα ήσυχα νερά μιας λιμνοθάλασσας"
  • "Μια λίμνη γαλαζοπράσινου νερού που αντανακλά έναν ήρεμο γαλάζιο ουρανό"
  • "Μια ομαλή διέλευση καναλιών"
  • "Απλά ένας κυματισμός στο ακίνητο νερό"
  • "Ατημέλητο νερό"
    συνώνυμο:
  • πλακούντα
  • ,
  • ήσυχο
  • ,
  • ακόμα
  • ,
  • ήρεμος
  • ,
  • ομαλός
  • ,
  • ατάραχοσ

6. Of the sun characterized by a low level of surface phenomena like sunspots e.g.

    synonym:
  • quiet

6. Του ήλιου που χαρακτηρίζεται από χαμηλό επίπεδο επιφανειακών φαινομένων όπως ηλιακές κηλίδες π.χ.

    συνώνυμο:
  • ήσυχο

adverb

1. With little or no activity or no agitation (`quiet' is a nonstandard variant for `quietly')

  • "Her hands rested quietly in her lap"
  • "The rock star was quietly led out the back door"
  • "Sit here as quiet as you can"
    synonym:
  • quietly
  • ,
  • quiet

1. Με λίγη ή καθόλου δραστηριότητα ή καθόλου διέγερση (`ησυχία είναι μια μη τυποποιημένη παραλλαγή για `ήσυχα¨)

  • "Τα χέρια της αναπαύθηκαν ήσυχα στην αγκαλιά της"
  • "Το ροκ αστέρι οδηγήθηκε ήσυχα έξω από την πίσω πόρτα"
  • "Κάθησε εδώ όσο πιο ήσυχα μπορείς"
    συνώνυμο:
  • ήσυχα
  • ,
  • ήσυχο

Examples of using

I live in a quiet neighborhood.
Ζω σε μια ήσυχη γειτονιά.
Tom is so quiet you never know he's around.
Ο Τομ είναι τόσο ήσυχος που ποτέ δεν ξέρεις ότι είναι τριγύρω.
We enjoy the quiet of the country.
Απολαμβάνουμε την ησυχία της χώρας.