Translation meaning & definition of the word "quid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υγρό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quid
[Κατηγορηματικόσ]/kwɪd/
noun
1. The basic unit of money in great britain and northern ireland
- Equal to 100 pence
- synonym:
- British pound ,
- pound ,
- British pound sterling ,
- pound sterling ,
- quid
1. Η βασική μονάδα χρήματος στη μεγάλη βρετανία και τη βόρεια ιρλανδία
- Ίσο με 100 πένες
- συνώνυμο:
- Βρετανική Λίρα ,
- λίρα ,
- Βρετανική λίρα στερλίνα ,
- λίρα στερλίνα ,
- τετριμμένοσ
2. Something for something
- That which a party receives (or is promised) in return for something he does or gives or promises
- synonym:
- quid pro quo ,
- quid
2. Κάτι για κάτι
- Αυτό που ένα κόμμα λαμβάνει (ορ υπόσχεται) σε αντάλλαγμα για κάτι που κάνει ή δίνει ή υπόσχεται
- συνώνυμο:
- τετριμμένοσ
3. A wad of something chewable as tobacco
- synonym:
- chew ,
- chaw ,
- cud ,
- quid ,
- plug ,
- wad
3. Ένα βαρέλι από κάτι που μασιέται ως καπνός
- συνώνυμο:
- μασάω ,
- τσαγιού ,
- πουλί ,
- τετριμμένοσ ,
- βύσμα ,
- βατ