Translation meaning & definition of the word "quickness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πάχος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quickness
[Ταχύτητα]/kwɪknəs/
noun
1. Skillful performance or ability without difficulty
- "His quick adeptness was a product of good design"
- "He was famous for his facility as an archer"
- synonym:
- adeptness ,
- adroitness ,
- deftness ,
- facility ,
- quickness
1. Επιδέξια απόδοση ή ικανότητα χωρίς δυσκολία
- "Η γρήγορη επιδεξιότητά του ήταν προϊόν καλού σχεδιασμού"
- "Ήταν διάσημος για την εγκατάστασή του ως τοξότης"
- συνώνυμο:
- αδεξιότητα ,
- αυταρχικόσ ,
- ευφράδεια ,
- εγκατάσταση ,
- ταχύτητα
2. Intelligence as revealed by an ability to give correct responses without delay
- synonym:
- mental quickness ,
- quickness ,
- quick-wittedness
2. Νοημοσύνη όπως αποκαλύπτεται από την ικανότητα να δίνει σωστές απαντήσεις χωρίς καθυστέρηση
- συνώνυμο:
- πνευματική ταχύτητα ,
- ταχύτητα ,
- ταχεία ευτυχία
3. A rate that is rapid
- synonym:
- celerity ,
- quickness ,
- rapidity ,
- rapidness ,
- speediness
3. Ένα ποσοστό που είναι γρήγορο
- συνώνυμο:
- αγαμία ,
- ταχύτητα