Translation meaning & definition of the word "quick" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γρήγορα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quick
[Γρήγορα]/kwɪk/
noun
1. Any area of the body that is highly sensitive to pain (as the flesh underneath the skin or a fingernail or toenail)
- synonym:
- quick
1. Οποιαδήποτε περιοχή του σώματος που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στον πόνο (είναι η σάρκα κάτω από το δέρμα ή το νύχι ή το νύχι )
- συνώνυμο:
- γρήγορος
adjective
1. Accomplished rapidly and without delay
- "Was quick to make friends"
- "His quick reaction prevented an accident"
- "Hoped for a speedy resolution of the problem"
- "A speedy recovery"
- "He has a right to a speedy trial"
- synonym:
- quick ,
- speedy
1. Επιτυγχάνεται γρήγορα και χωρίς καθυστέρηση
- "Ήταν γρήγορα να κάνεις φίλους"
- "Η γρήγορη αντίδρασή του εμπόδισε ένα ατύχημα"
- "Προετοιμασία για ταχεία επίλυση του προβλήματος"
- "Ταχεία ανάκαμψη"
- "Έχει δικαίωμα σε μια γρήγορη δίκη"
- συνώνυμο:
- γρήγορος ,
- ταχύτατοσ
2. Hurried and brief
- "Paid a flying visit"
- "Took a flying glance at the book"
- "A quick inspection"
- "A fast visit"
- synonym:
- flying ,
- quick ,
- fast
2. Βιαστικά και σύντομα
- "Πλήρωσε μια πτητική επίσκεψη"
- "Κοίταξε μια ιπτάμενη ματιά στο βιβλίο"
- "Μια γρήγορη επιθεώρηση"
- "Μια γρήγορη επίσκεψη"
- συνώνυμο:
- πετώντας ,
- γρήγορος
3. Moving quickly and lightly
- "Sleek and agile as a gymnast"
- "As nimble as a deer"
- "Nimble fingers"
- "Quick of foot"
- "The old dog was so spry it was halfway up the stairs before we could stop it"
- synonym:
- agile ,
- nimble ,
- quick ,
- spry
3. Κινείται γρήγορα και ελαφρά
- "Μαλακό και ευέλικτο ως γυμναστής"
- "Τόσο ευκίνητος όσο ένα ελάφι"
- "Ευκίνητα δάχτυλα"
- "Κουτί του ποδιού"
- "Το γέρικο σκυλί ήταν τόσο κατσαρόλα, ήταν στα μισά των σκαλοπατιών πριν μπορέσουμε να το σταματήσουμε"
- συνώνυμο:
- ευκίνητοσ ,
- γρήγορος ,
- είδοσ παντελόνι
4. Apprehending and responding with speed and sensitivity
- "A quick mind"
- "A ready wit"
- synonym:
- quick ,
- ready
4. Σύλληψη και ανταπόκριση με ταχύτητα και ευαισθησία
- "Ένα γρήγορο μυαλό"
- "Έτοιμο πνεύμα"
- συνώνυμο:
- γρήγορος ,
- έτοιμος
5. Performed with little or no delay
- "An immediate reply to my letter"
- "A prompt reply"
- "Was quick to respond"
- "A straightaway denial"
- synonym:
- immediate ,
- prompt ,
- quick ,
- straightaway
5. Εκτελείται με λίγη ή καθόλου καθυστέρηση
- "Μια άμεση απάντηση στην επιστολή μου"
- "Μια άμεση απάντηση"
- "Ήταν γρήγορη να απαντήσει"
- "Μια αμέσως άρνηση"
- συνώνυμο:
- άμεσα ,
- προειδοποιώ ,
- γρήγορος ,
- αμέσως
6. Easily aroused or excited
- "A quick temper"
- "A warm temper"
- synonym:
- quick ,
- warm
6. Εύκολα προκαλείται ή ενθουσιάζεται
- "Μια γρήγορη ιδιοσυγκρασία"
- "Θερμή ψυχραιμία"
- συνώνυμο:
- γρήγορος ,
- ζεστός
adverb
1. With little or no delay
- "The rescue squad arrived promptly"
- "Come here, quick!"
- synonym:
- promptly ,
- quickly ,
- quick
1. Με λίγη ή καθόλου καθυστέρηση
- "Η ομάδα διάσωσης έφτασε αμέσως"
- "Έλα εδώ, γρήγορα!"
- συνώνυμο:
- αμέσως ,
- γρήγορα ,
- γρήγορος
Examples of using
I'll be there as quick as I can.
Θα είμαι εκεί όσο πιο γρήγορα μπορώ.
Shut that door and be quick about it.
Κλείσε την πόρτα και να είσαι γρήγορος.
Tom has a very quick temper.
Ο Τομ έχει μια πολύ γρήγορη ψυχραιμία.