Translation meaning & definition of the word "question" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ερώτηση" στην ελληνική γλώσσα
Question
[Ερώτηση]noun
1. An instance of questioning
- "There was a question about my training"
- "We made inquiries of all those who were present"
- synonym:
- question ,
- inquiry ,
- enquiry ,
- query ,
- interrogation
1. Ένα παράδειγμα αμφισβήτησης
- "Υπήρχε μια ερώτηση για την εκπαίδευσή μου"
- "Κάναμε έρευνες για όλους εκείνους που ήταν παρόντες"
- συνώνυμο:
- ερώτηση ,
- έρευνα ,
- ερώτημα ,
- ανάκριση
2. The subject matter at issue
- "The question of disease merits serious discussion"
- "Under the head of minor roman poets"
- synonym:
- question ,
- head
2. Το επίμαχο θέμα
- "Το ζήτημα της ασθένειας αξίζει σοβαρή συζήτηση"
- "Κάτω από τον επικεφαλής των μικρών ρωμαίων ποιητών"
- συνώνυμο:
- ερώτηση ,
- κεφαλή
3. A sentence of inquiry that asks for a reply
- "He asked a direct question"
- "He had trouble phrasing his interrogations"
- synonym:
- question ,
- interrogation ,
- interrogative ,
- interrogative sentence
3. Μια πρόταση έρευνας που ζητά απάντηση
- "Κάνει μια άμεση ερώτηση"
- "Είχε πρόβλημα να διατυπώσει τις ανακρίσεις του"
- συνώνυμο:
- ερώτηση ,
- ανάκριση ,
- ανακριτικόσ ,
- ανακριτική ποινή
4. Uncertainty about the truth or factuality or existence of something
- "The dubiousness of his claim"
- "There is no question about the validity of the enterprise"
- synonym:
- doubt ,
- dubiousness ,
- doubtfulness ,
- question
4. Αβεβαιότητα για την αλήθεια ή την πραγματικότητα ή την ύπαρξη κάτι
- "Η αμφιβολία του ισχυρισμού του"
- "Δεν υπάρχει αμφιβολία για την εγκυρότητα της επιχείρησης"
- συνώνυμο:
- αμφιβολία ,
- ερώτηση
5. A formal proposal for action made to a deliberative assembly for discussion and vote
- "He made a motion to adjourn"
- "She called for the question"
- synonym:
- motion ,
- question
5. Επίσημη πρόταση δράσης που υποβλήθηκε σε συνέλευση συζήτησης και ψηφοφορίας
- "Έκανε μια πρόταση για αναβολή"
- "Κάλεσε την ερώτηση"
- συνώνυμο:
- κίνηση ,
- ερώτηση
6. An informal reference to a marriage proposal
- "He was ready to pop the question"
- synonym:
- question
6. Μια άτυπη αναφορά σε μια πρόταση γάμου
- "Ήταν έτοιμος να θέσει την ερώτηση"
- συνώνυμο:
- ερώτηση
verb
1. Challenge the accuracy, probity, or propriety of
- "We must question your judgment in this matter"
- synonym:
- question ,
- oppugn ,
- call into question
1. Προκαλέστε την ακρίβεια, την πιθανότητα ή την ιδιοκτησία
- "Πρέπει να αμφισβητήσουμε την κρίση σας σε αυτό το θέμα"
- συνώνυμο:
- ερώτηση ,
- αντιπαρατίθεμαι ,
- αμφισβητώ
2. Pose a series of questions to
- "The suspect was questioned by the police"
- "We questioned the survivor about the details of the explosion"
- synonym:
- interrogate ,
- question
2. Προσθέστε μια σειρά ερωτήσεων για
- "Ο ύποπτος ανακρίνεται από την αστυνομία"
- "Αμφισβητήσαμε τον επιζώντα για τις λεπτομέρειες της έκρηξης"
- συνώνυμο:
- ανακρίνω ,
- ερώτηση
3. Pose a question
- synonym:
- question ,
- query
3. Θέτω μια ερώτηση
- συνώνυμο:
- ερώτηση ,
- ερώτημα
4. Conduct an interview in television, newspaper, and radio reporting
- synonym:
- interview ,
- question
4. Πραγματοποιήστε μια συνέντευξη στην τηλεόραση, εφημερίδα και ραδιοφωνικές αναφορές
- συνώνυμο:
- συνέντευξη ,
- ερώτηση
5. Place in doubt or express doubtful speculation
- "I wonder whether this was the right thing to do"
- "She wondered whether it would snow tonight"
- synonym:
- wonder ,
- question
5. Τοποθετήστε τους σε αμφιβολία ή εκφράστε αμφίβολη κερδοσκοπία
- "Αναρωτιέμαι αν αυτό ήταν το σωστό"
- "Αναρωτήθηκε αν θα χιονίσει απόψε"
- συνώνυμο:
- αναρωτιέμαι ,
- ερώτηση