Translation meaning & definition of the word "quell" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κελί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quell
[Καταστροφή]/kwɛl/
verb
1. Suppress or crush completely
- "Squelch any sign of dissent"
- "Quench a rebellion"
- synonym:
- squelch ,
- quell ,
- quench
1. Καταστείλει ή συντρίψει εντελώς
- "Συντρίψτε οποιοδήποτε σημάδι διαφωνίας"
- "Συνεχίστε μια εξέγερση"
- συνώνυμο:
- τσαλακώνω ,
- καταστέλλω ,
- σβήνω
2. Overcome or allay
- "Quell my hunger"
- synonym:
- quell ,
- stay ,
- appease
2. Ξεπερνώ ή καταδικάζω
- "Καταστρέψτε την πείνα μου"
- συνώνυμο:
- καταστέλλω ,
- μείνετε ,
- κατευνάζω