Translation meaning & definition of the word "queer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κληρονόμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Queer
[Κουήρ]/kwɪr/
noun
1. Offensive term for an openly homosexual man
- synonym:
- fagot ,
- faggot ,
- fag ,
- fairy ,
- nance ,
- pansy ,
- queen ,
- queer ,
- poof ,
- poove ,
- pouf
1. Προσβλητικός όρος για έναν ανοιχτά ομοφυλόφιλο άνθρωπο
- συνώνυμο:
- φαγκό ,
- φάγκμπορντ ,
- αναθυμιάσεισ ,
- νεράιδα ,
- νανς ,
- πανσέσ ,
- βασίλισσα ,
- περιπατητήσ ,
- πουφ ,
- παπαγάλοσ
verb
1. Hinder or prevent (the efforts, plans, or desires) of
- "What ultimately frustrated every challenger was ruth's amazing september surge"
- "Foil your opponent"
- synonym:
- thwart ,
- queer ,
- spoil ,
- scotch ,
- foil ,
- cross ,
- frustrate ,
- baffle ,
- bilk
1. Εμποδίστε ή αποτρέψτε (τις προσπάθειες, τα σχέδια ή τις επιθυμίες) του
- "Αυτό που τελικά απογοήτευσε κάθε αμφισβητία ήταν το εκπληκτικό κύμα του σεπτεμβρίου της ρουθ"
- "Αποτυγχάνετε τον αντίπαλό σας"
- συνώνυμο:
- παλιά ,
- περιπατητήσ ,
- αλλοιώνω ,
- παπαγάλοσ ,
- φύλλο ,
- σταυρώνω ,
- απογοητεύω ,
- παλλόμενοσ ,
- μπιλκ
2. Put in a dangerous, disadvantageous, or difficult position
- synonym:
- queer ,
- expose ,
- scupper ,
- endanger ,
- peril
2. Βάλτε σε μια επικίνδυνη, μειονεκτική ή δύσκολη θέση
- συνώνυμο:
- περιπατητήσ ,
- εκθέτω ,
- αποτυχητήσ ,
- κίνδυνος
adjective
1. Beyond or deviating from the usual or expected
- "A curious hybrid accent"
- "Her speech has a funny twang"
- "They have some funny ideas about war"
- "Had an odd name"
- "The peculiar aromatic odor of cloves"
- "Something definitely queer about this town"
- "What a rum fellow"
- "Singular behavior"
- synonym:
- curious ,
- funny ,
- odd ,
- peculiar ,
- queer ,
- rum ,
- rummy ,
- singular
1. Πέρα ή αποκλίνουν από το συνηθισμένο ή αναμενόμενο
- "Μια περίεργη υβριδική προφορά"
- "Η ομιλία της έχει ένα αστείο τινάνγκ"
- "Έχουν κάποιες αστείες ιδέες για τον πόλεμο"
- "Έχω ένα περίεργο όνομα"
- "Η ιδιαίτερη αρωματική οσμή των γαρίφαλων"
- "Κάτι σίγουρα παράξενο για αυτή την πόλη"
- "Τι ρούμι φίλε"
- "Ενιαία συμπεριφορά"
- συνώνυμο:
- περίεργος ,
- αστείος ,
- ιδιαίτερος ,
- περιπατητήσ ,
- ρούμι ,
- ρουμί ,
- μοναδικός
2. Homosexual or arousing homosexual desires
- synonym:
- gay ,
- queer ,
- homophile(a)
2. Ομοφυλοφιλικές ή προκλητικές ομοφυλοφιλικές επιθυμίες
- συνώνυμο:
- γκέι ,
- περιπατητήσ ,
- ομοφιλοξυ(α
Examples of using
He had a queer expression on his face.
Είχε μια παράξενη έκφραση στο πρόσωπό του.
He is really a queer fellow!
Είναι πραγματικά ένας παράξενος σύντροφος!
What a queer story!
Τι παράξενη ιστορία!