Translation meaning & definition of the word "queen" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βασίλισσα" στην ελληνική γλώσσα
Queen
[Βασίλισσα]noun
1. The only fertile female in a colony of social insects such as bees and ants and termites
- Its function is to lay eggs
- synonym:
- queen
1. Το μόνο γόνιμο θηλυκό σε μια αποικία κοινωνικών εντόμων όπως οι μέλισσες και τα μυρμήγκια και οι τερμίτες
- Η λειτουργία του είναι να γεννά αυγά
- συνώνυμο:
- βασίλισσα
2. A female sovereign ruler
- synonym:
- queen ,
- queen regnant ,
- female monarch
2. Γυναίκα κυρίαρχη ηγεσία
- συνώνυμο:
- βασίλισσα ,
- βασίλισσα αντιβασιλέα ,
- γυναίκα μονάρχης
3. The wife or widow of a king
- synonym:
- queen
3. Η γυναίκα ή η χήρα ενός βασιλιά
- συνώνυμο:
- βασίλισσα
4. Something personified as a woman who is considered the best or most important of her kind
- "Paris is the queen of cities"
- "The queen of ocean liners"
- synonym:
- queen
4. Κάτι προσωποποιημένο ως μια γυναίκα που θεωρείται το καλύτερο ή το πιο σημαντικό του είδους της
- "Το παρίσι είναι η βασίλισσα των πόλεων"
- "Η βασίλισσα των ωκεάνιων επενδύσεων"
- συνώνυμο:
- βασίλισσα
5. A competitor who holds a preeminent position
- synonym:
- king ,
- queen ,
- world-beater
5. Ένας ανταγωνιστής που κατέχει εξέχουσα θέση
- συνώνυμο:
- βασιλιάς ,
- βασίλισσα ,
- παγκόσμιο ποτό
6. Offensive term for an openly homosexual man
- synonym:
- fagot ,
- faggot ,
- fag ,
- fairy ,
- nance ,
- pansy ,
- queen ,
- queer ,
- poof ,
- poove ,
- pouf
6. Προσβλητικός όρος για έναν ανοιχτά ομοφυλόφιλο άνθρωπο
- συνώνυμο:
- φαγκό ,
- φάγκμπορντ ,
- αναθυμιάσεισ ,
- νεράιδα ,
- νανς ,
- πανσέσ ,
- βασίλισσα ,
- περιπατητήσ ,
- πουφ ,
- παπαγάλοσ
7. One of four face cards in a deck bearing a picture of a queen
- synonym:
- queen
7. Μία από τις τέσσερις κάρτες προσώπου σε ένα κατάστρωμα που φέρει μια εικόνα της βασίλισσας
- συνώνυμο:
- βασίλισσα
8. (chess) the most powerful piece
- synonym:
- queen
8. (σ) το πιο ισχυρό κομμάτι
- συνώνυμο:
- βασίλισσα
9. An especially large mole rat and the only member of a colony of naked mole rats to bear offspring which are sired by only a few males
- synonym:
- queen ,
- queen mole rat
9. Ένας ιδιαίτερα μεγάλος αρουραίος και το μόνο μέλος μιας αποικίας γυμνών αρουραίων για να φέρουν απογόνους που σπέρνονται από λίγους
- συνώνυμο:
- βασίλισσα ,
- αρουραίος της βασίλισσας
10. Female cat
- synonym:
- tabby ,
- queen
10. Θηλυκή γάτα
- συνώνυμο:
- τάμπι ,
- βασίλισσα
verb
1. Promote to a queen, as of a pawn in chess
- synonym:
- queen
1. Προώθηση σε μια βασίλισσα, ως πιόνι στο σκάκι
- συνώνυμο:
- βασίλισσα
2. Become a queen
- "Her pawn queened"
- synonym:
- queen
2. Γίνετε βασίλισσα
- "Το πιόνι της βασίλεψε"
- συνώνυμο:
- βασίλισσα